ἀναισθητέω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être insensible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναίσθητος]].
|btext=-ῶ :<br />être insensible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναίσθητος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναισθητέω:''' [[быть бесчувственным]], [[равнодушным]] или [[тупым]] Aesop., Dem., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναισθητέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, στερούμαι αντίληψης ή αίσθησης, σε Δημ.
|lsmtext='''ἀναισθητέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, στερούμαι αντίληψης ή αίσθησης, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναισθητέω:''' [[быть бесчувственным]], [[равнодушным]] или [[тупым]] Aesop., Dem., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀναίσθητος]]<br />to [[want]] [[perception]], Dem.
|mdlsjtxt=[from [[ἀναίσθητος]]<br />to [[want]] [[perception]], Dem.
}}
}}

Revision as of 17:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναισθητέω Medium diacritics: ἀναισθητέω Low diacritics: αναισθητέω Capitals: ΑΝΑΙΣΘΗΤΕΩ
Transliteration A: anaisthētéō Transliteration B: anaisthēteō Transliteration C: anaisthiteo Beta Code: a)naisqhte/w

English (LSJ)

lack perception, D.18.221; ἀναισθητέω ταλαιπωρίας = to be without sense of weariness, J.AJ11.5.8; συμφορῶν ἀναισθητέω BJ4.3.10: abs., Epicur.Ep.1p.21U., Sor.2.49, prob. in Porph.Abst.1.39.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. ἀναισθητεύομαι Phryn.328
1 carecer de la facultad de la sensación, perder la sensibilidad Anon.Lond.11.27 (= Hippo A 11), Sor.127.6, ἡ ψυχή οὐδέποτε ... ἀναισθητεῖ Epicur.Ep.[2] 65
quedarse sin conocimiento, perder el sentido ἡ (Ἀνθία) ... ἔκειτο ἀναισθητοῦσα X.Eph.3.7.4
c. gen. no sentir, no darse cuenta de τῶν θερμῶν Plu.2.1062c, ταλαιπωρίας I.AI 11.176, συμφορῶν I.BI 4.165, ἡμῶν Ap.Ty.Ep.35, τῆς χρηστότητος αὐτοῦ Ign.Magn.10.1.
2 ser insensato ἐπεπείσμην δ' ὑπὲρ ἐμαυτοῦ τυχὸν μὲν ἀναισθητῶν, ὅμως δ' ἐπεπείσμην en lo que a mí mismo se refiere, estaba convencido, tal vez insensatamente, pero de todas formas estaba convencido D.18.221, cf. Ph.1.358, Chrys.M.57.378.

German (Pape)

[Seite 190] dasselbe, stumssinnig sein, Dem. 18, 221, u. Sp., wie Aesop. 73 u. Plut.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être insensible.
Étymologie: ἀναίσθητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναισθητέω: быть бесчувственным, равнодушным или тупым Aesop., Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναισθητέω: στερούμαι αἰσθητικότητος ἢ ἀντιλήψεως, Δημ. 302. 3· ἀν. ταλαιπωρίας, δὲν αἰσθάνομαι κόπωσιν, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 5, 8.

Greek Monolingual

ἀναισθητέω, ἀναισθητῶ)
δεν έχω αίσθηση ή αισθητικότητα, είμαι αναίσθητος σωματικά ή ψυχικά
νεοελλ.
προκαλώ σωματική αναισθησία κατά τις εγχειρήσεις με κατάλληλα φάρμακα, αναισθητίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσθητος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθήτηση].

Greek Monotonic

ἀναισθητέω: μέλ. -ήσω, στερούμαι αντίληψης ή αίσθησης, σε Δημ.

Middle Liddell

[from ἀναίσθητος
to want perception, Dem.