ἀνεύθυνος: Difference between revisions
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne rend pas de comptes ; irresponsable;<br /><b>2</b> qui n’a pas à se justifier, innocent de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[εὔθυνος]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne rend pas de comptes ; irresponsable;<br /><b>2</b> qui n’a pas à se justifier, innocent de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[εὔθυνος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεύθῡνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[не обязанный давать отчет]], [[не ответственный]] (перед народом), т. е. неограниченный ([[μουναρχίη]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[не несущий ответственности]], [[невиновный]] Thuc.: ἀ. ποιεῖν τι Plut. или τινος Luc. невиновный в чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> не сопряженный с ответственностью, т. е. необязательный (προστάγματα Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνεύθῡνος:''' -ον (εὔθυναι),<br /><b class="num">1.</b> μη [[υπεύθυνος]], αυτός που δεν έχει να λογοδοτήσει για [[κάτι]], [[ανεύθυνος]], [[αμέριμνος]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αθώος]], αυτός που δεν υπόκειται σε [[δίκη]], σε Λουκ.· με γεν., [[αθώος]] από, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀνεύθῡνος:''' -ον (εὔθυναι),<br /><b class="num">1.</b> μη [[υπεύθυνος]], αυτός που δεν έχει να λογοδοτήσει για [[κάτι]], [[ανεύθυνος]], [[αμέριμνος]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αθώος]], αυτός που δεν υπόκειται σε [[δίκη]], σε Λουκ.· με γεν., [[αθώος]] από, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 17:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A not accountable, irresponsible, opp. ὑπεύθυνος, τῇ [μουναρχίῃ] ἔξεστι ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται Hdt.3.80, cf. Arist. Pol.1271a5; ὑπεύθυνον τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν Th.3.43; free from liability or censure, POxy.906.8 (ii/iii A. D.), Lib.Or.59.100; not open to objection, of a statement, Alex.Aphr.in Top.425.5. 2 guiltless, innocent, Luc.Abd.22: c. gen., ἀ. ἁμαρτήματος Id.Nigr.9; irreproachable, ἀ. τὸ ἰσχίον, of athletes, Philostr.Gym.48. Adv. -νως Poll.3.139, Just.Nov.8.12 Intr.—In Att., ἀνυπεύθυνος was more common.
Spanish (DGE)
-ον
I jur. de pers. que no rinde cuentas, no sujeto a responsabilidad βέλτιον αὐτοὺς μὴ ἀνευθύνους ὄντας Arist.Pol.1271a5, πᾶν ὅ τι ἂν ἐθελήσω ἀνεύθυνος εἰπεῖν D.C.43.15.2, cf. Plu.2.45e
•fig. τῇ (μουναρχίῃ) ἔξεστι ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται a la (tiranía) le está permitido hacer lo que quiere sin rendir cuentas Hdt.3.80, ἀ. ἀκρόασις escuchar (los discursos) sin incurrir (por ello) en responsabilidad Th.3.43.
II gener.
1 de pers. inocente c. gen. ἁμαρτημάτων Luc.Nigr.9.
2 de cosas irreprochable Luc.Abd.22, τὸ ἰσχίον de los atletas, Philostr.Gym.48
•de abstr. no censurable de un argumento, Alex.Aphr.in Top.425.5, γάμος POxy.906.8 (II/III d.C.), ἀστρατεία Lib.Or.59.100.
III adv. -ως irreprochablemente Poll.3.139, Iust.Nou.8.12.
German (Pape)
[Seite 227] (εὐθύνη), 1) keiner Prüfung unterworfen, nicht rechenschaftspflichtig, unumschränkt, τῇ μουναρχίῃ ἔξεστι ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται Her. 3, 80; dem ὑπεύθυνος entgegenstehend, Thuc. 3, 43; Luc. abd. 22. – 2) der nicht zur Untersuchung gezogen zu werden braucht, unschuldig, Arist. pol. 2, 9; ἁμαρτημάτων Luc. Nigr. 9, frei von Fehlern.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne rend pas de comptes ; irresponsable;
2 qui n’a pas à se justifier, innocent de, gén..
Étymologie: ἀ, εὔθυνος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεύθῡνος:
1) не обязанный давать отчет, не ответственный (перед народом), т. е. неограниченный (μουναρχίη Her.);
2) не несущий ответственности, невиновный Thuc.: ἀ. ποιεῖν τι Plut. или τινος Luc. невиновный в чем-л.;
3) не сопряженный с ответственностью, т. е. необязательный (προστάγματα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεύθῡνος: -ον, ὁ μὴ ὑπεύθυνος, μὴ ἔχων νὰ δώσῃ λόγον, ἀντίθ. τῷ ὑπεύθυνος: ― τῇ [μουναρχίῃ] ἔξεστι ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται; Ἡρόδ. 3. 80, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2,9, 26˙ ὑπεύθυνον τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν Θουκ. 3. 43. 2) ὁ μὴ ἔνοχος, ἀθῷος, καθ’ ὅσον ὁ τοιοῦτος δὲν ὑπόκειται εἰς δίκην, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 22˙ μετὰ γεν., ἀνεύθ. ἁμαρτήματος, μὴ ἔνοχος, Λουκ. Νιγρ. 9. ― Ἐπίρρ. -νως Πολυδ. Γ΄, 139. ― Παρ’ Ἀττ. τὸ ἀνυπεύθυνος ἦτο κοινότερον.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεύθυνος, -ον) ευθύνω
1. αυτός που δεν φέρει ευθύνη για κάτι
2. αυτός από τον οποίο δεν μπορείς να ζητάς ευθύνες, ακαταλόγιστος
3. αυτός που δεν αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεων του, ο χωρίς αίσθημα ευθύνης
νεοελλ.) (ποιν.) το ανευθυνον
το ακαταλόγιστο
αρχ.
ο μη ένοχος, ο αθώος.
Greek Monotonic
ἀνεύθῡνος: -ον (εὔθυναι),
1. μη υπεύθυνος, αυτός που δεν έχει να λογοδοτήσει για κάτι, ανεύθυνος, αμέριμνος, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. αθώος, αυτός που δεν υπόκειται σε δίκη, σε Λουκ.· με γεν., αθώος από, στον ίδ.
Middle Liddell
[εὔθυναι]
1. not having to render an account, irresponsible, Hdt., Thuc.
2. guiltless, because such a one is not liable to trial, Luc.; c. gen. guiltless of . ., Luc.