ἀναδέσμη: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />bandeau pour la chevelure des femmes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναδέω]].
|btext=ης (ἡ) :<br />bandeau pour la chevelure des femmes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναδέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναδέσμη:''' ἡ (женская) головная повязка Hom., Eur., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναδέσμη:''' ἡ, [[ταινία]] για τα μαλλιά, [[κεφαλόδεσμος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· ομοίως, [[ἀνά]]-δεσμος, <i>ὁ</i> ([[ἀναδέω]]), σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀναδέσμη:''' ἡ, [[ταινία]] για τα μαλλιά, [[κεφαλόδεσμος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· ομοίως, [[ἀνά]]-δεσμος, <i>ὁ</i> ([[ἀναδέω]]), σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναδέσμη:''' ἡ (женская) головная повязка Hom., Eur., Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />a [[band]] for the [[hair]], a [[head]]-[[band]], Il., Eur.:—so,
|mdlsjtxt=<br />a [[band]] for the [[hair]], a [[head]]-[[band]], Il., Eur.:—so,
}}
}}

Revision as of 17:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδέσμη Medium diacritics: ἀναδέσμη Low diacritics: αναδέσμη Capitals: ΑΝΑΔΕΣΜΗ
Transliteration A: anadésmē Transliteration B: anadesmē Transliteration C: anadesmi Beta Code: a)nade/smh

English (LSJ)

ἡ, band for women's hair, snood, πλεκτὴ ἀ. Il.22.469, cf. AP5.275 (Agath.), E.Med.978 Porson.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
cinta para el cabello πλεκτή Il.22.469, χρυσέη E.Med.978, Nonn.D.5.133, ἀργυρέη AP 5.276 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 186] ἡ, Hauptbinde, Haarband der Frauen, πλεκτή, Il. 22, 469, neben κεκρύφαλος, wie Agath. 5 (V, 276) u. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
bandeau pour la chevelure des femmes.
Étymologie: ἀναδέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναδέσμη: ἡ (женская) головная повязка Hom., Eur., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδέσμη: ἡ, ταινία πρὸς συγκράτησιν τῆς γυναικείας κόμης, κεφαλόδεσμος, ἀνάδημα, ὡς ἡ μίτρα, κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην, «σειρὰ ἣν κύκλῳ περὶ τοὺς κροτάφους ἀναδοῦσιν» (Εὐστ.), Ἰλ. Χ. 469, Ἀνθ. Π. 5. 276, καὶ ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἐλμσλ. ἐν Εὐρ. Μηδ. 978: - ἴδ. εἰκόνα ἐν τῇ τοῦ Σχλίεμ. Τρωάδι σ. 255. - καὶ πρβλ. δέσμα ΙΙ.

English (Autenrieth)

(ἀναδέω): head-band, πλεκτή, Il. 22.469†. (See cut.)

Greek Monolingual

ἀναδέσμη, η (Α) ἀναδέω κορδέλα που δένει και συγκρατεί τα μαλλιά ή διακοσμητικό δίχτυ γι’ αυτά, φιλές.

Greek Monotonic

ἀναδέσμη: ἡ, ταινία για τα μαλλιά, κεφαλόδεσμος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· ομοίως, ἀνά-δεσμος, (ἀναδέω), σε Ανθ.

Middle Liddell


a band for the hair, a head-band, Il., Eur.:—so,