ἀπαράλλακτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non différent, tout à fait semblable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[παραλλάσσω]].
|btext=ος, ον :<br />non différent, tout à fait semblable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[παραλλάσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαράλλακτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ничуть не отличающийся]], [[очень похожий]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[не изменившийся]] ([[πρόσοψις]] τοῦ σώματος Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαράλλακτος:''' -ον ([[παραλλάσσω]]), αυτός που δεν έχει υποστεί [[μεταβολή]] ή που δεν επιδέχεται [[μεταβολή]], [[αμετάβλητος]], [[αμετάτρεπτος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀπαράλλακτος:''' -ον ([[παραλλάσσω]]), αυτός που δεν έχει υποστεί [[μεταβολή]] ή που δεν επιδέχεται [[μεταβολή]], [[αμετάβλητος]], [[αμετάτρεπτος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαράλλακτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ничуть не отличающийся]], [[очень похожий]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[не изменившийся]] ([[πρόσοψις]] τοῦ σώματος Diod.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παραλλάσσω]]<br />unchanged, [[unchangeable]], Plut.
|mdlsjtxt=[[παραλλάσσω]]<br />unchanged, [[unchangeable]], Plut.
}}
}}

Revision as of 18:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράλλακτος Medium diacritics: ἀπαράλλακτος Low diacritics: απαράλλακτος Capitals: ΑΠΑΡΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: aparállaktos Transliteration B: aparallaktos Transliteration C: aparallaktos Beta Code: a)para/llaktos

English (LSJ)

ον, precisely similar, indistinguishable, Stoic.2.26, al., cf. Phld.Sign.15, al., D.H.2.71, D.S.1.91, Plu.Alex.57, Plot.5.7.3; ἀ. ἁρμονία πρὸς τὸ ἀρχέτυπον Jul.Or.2.93a: c. gen., indistinguishable from, Phld.Po.994.26: c.dat., exactly like, D.S.2.50. Adv. -τως unchangeably, LXXEs.3.13, BMus.Inscr.481*.402 (Ephesus), Theo Sm.p.172 H.; in precisely similar terms, Ath.1.26a, etc.; indistinguishably, Stoic.2.190, al., Plot.2.1.2.

Spanish (DGE)

-ον
I en rel. c. otro término, a veces expreso
1 a)del aspecto externo igual, idéntico ὁμοιότης D.H.2.71, πρόσοψις D.S.1.91, ἀ. κατὰ τὸν τύπον καὶ τὸ χρῶμα τοῖς τῶν καμήλων D.S.2.50, cf. Plu.Alex.57, εὕρισκεν ... ἀπαράλλακτον τὴν δι' ἀριθμοῦ κατάληψιν encontró que el registro musical basado en el número se mantenía igual Nicom.Harm.6, de los poetas entre sí, Phld.Po.A 26.7;
b) esp. como término estoico no disímil, exactamente igual ἀδύνατον ... ἀ. τινα εὑρηθήσεσθαι (φαντασίαν) Chrysipp.Stoic.2.26, ἀδιανοησία Estoico en Phld.Sign.38.7, cf. 15.2, (δίδυμοι) Plot.5.7.3, ὁμοιότης ταυτότης ἦν ἀ. la igualdad era una identidad no disímil Dam.Pr.341
en las especulaciones crist. sobre la Trinidad para eludir los problemas teológicos en rel. c. el término ὁμοούσιος Ath.Al.M.26.400B, Syn.23.3, Philost.HE 4.12, ἰσότης τοῦ πατρός text. patrístico en PPalau Rib.inv.72 en St.Pap.1968.54, χαρακτήρ Cyr.H.Catech.11.18, εἰκὼν τοῦ πατρός Alex.Al.Ep.Alex.47 (p.27.15)
distinct de ὅμοιος Zeno Sidonius en Bromius en Phld.Sign.19.27, cf. 25.19;
c) c. dat. igual a, idéntico a φάττα φάττῃ Chrysipp.Stoic.2.34, ἀνέπλασαν ... ταυτότητας καὶ ἀ. τοῖς ἰδίως ποιοῖς ... <κόσμους> Chrysipp.Stoic.2.191, τῷ Σωκράτει Chrysipp.Stoic.2.190;
d) c. gen. indistinguible θεότης ἀ. τοῦ πατρός Gel.Cyz.HE 2.14.6, Παύλου Origenes Or.24.2 (p.354.2);
e) c. πρός y ac. διακόσμησιν πάντ' ἀ. ἔχουσαν, ὡς πρὸς τὴν προτέραν διακόσμησιν Chrysipp.Stoic.2.190, πρὸς τὸ ἀρχέτυπον Iul.Or.3.93a.
2 subst. τὸ ἀ. similitud πότερον τὸ ἀ. εἰς τὴν σημείωσιν παραληψόμεθα Estoico en Phld.Sign.6.1, cf. 6.4, Gr.Nyss.Eun.1.277.20, τὰ ἀ. seres no disímiles, idénticos Estoico en Phld.Sign.6.24, Bromius en Phld.Sign.22.3.
II en rel. c. el mismo término, abs. invariable, inmutable ἀ. γίνοιτ' ἂν δίαιτα Phld.Oec.p.45, cf. Cels.Phil.7.3, ἀποφάσεις Meth.Symp.3.2 (p.29.7), δύναμις Hippol.Haer.6.12, πίστις Ephr.Syr.2.233A, del acento EM 743.7G.
III adv. -ως
1 idénticamente ἀποτελεῖσθαι Chrysipp.Stoic.2.190, cf. Procl.in Prm.1049.27, Hippol.Haer.5.19, esp. de las personas de la Trinidad, Basil.M.32.104A
de dichos y palabras c. idéntico sent., Origenes Princ.1.2.13 (p.47.8), cf. Ath.26a, πῶς γὰρ ἂν ... σώματα ἔχοντα ... τὸ ἀ. ἕξει; ¿cómo podrán los cuerpos mantener su identidad? Plot.2.1.2.
2 invariablemente ἐν τῇ εὐνοίᾳ ἀ. ... ἀποδεδειγμένος LXX Es.3.13c, cf. IEphesos 27.107 (II d.C.), ἔχειν Eus.E.Th.2.9 (p.108.32), del curso de los astros, Theo.Sm.p.172, Basil.M.29.449C, de las estaciones, Ath.Al.M.25.57C, de significados ἀ. ἔχεται EM 743.4G.

German (Pape)

[Seite 279] 1) unverändert, unveränderlich, Plut. Tib. Gr. 3; adv., Ath. I, 26 a. – 2) nicht verschieden, ganz ähnlich, τινί D. Sic. 2, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non différent, tout à fait semblable.
Étymologie: , παραλλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαράλλακτος:
1) ничуть не отличающийся, очень похожий Plut.;
2) не изменившийся (πρόσοψις τοῦ σώματος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράλλακτος: -ον, ὁ μὴ μεταβαλλόμενος ἢ μεταβληθείς, ἀμετάβλητος, Διον. Ἁλ. 2. 71, Διοδ. 1. 91, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 3: ― μετὰ δοτ., ἀκριβῶς ὅμοιος, ἀπαράλλακτος, Ὠριγέν. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀθήν. 26Λ, κτλ. Ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα ἀπαραλλακτέω, Βυζ.

Greek Monotonic

ἀπαράλλακτος: -ον (παραλλάσσω), αυτός που δεν έχει υποστεί μεταβολή ή που δεν επιδέχεται μεταβολή, αμετάβλητος, αμετάτρεπτος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

παραλλάσσω
unchanged, unchangeable, Plut.