ἀπογυμνόω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />mettre à nu;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀπογυμνόομαι]], [[ἀπογυμνοῦμαι]] se mettre à nu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[γυμνός]].
|btext=-ῶ :<br />mettre à nu;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀπογυμνόομαι]], [[ἀπογυμνοῦμαι]] se mettre à nu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[γυμνός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπογυμνόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обнажать]] (τινα Luc.); перен. разоблачать (τὴν γνώμην τινός Plut.); med. и pass. обнажаться, раздеваться Hom., Hes., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> med. [[снимать с себя]] (τὰ ἱμάτια Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπογυμνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[γυμνώνω]] [[τελείως]] κάποιον από τα όπλα του, τον [[αφοπλίζω]] — Παθ., είμαι αφοπλισμένος, γυμνωμένος από τον οπλισμό μου, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., ξεγυμνώνομαι, [[γυμνώνω]] εντελώς τον εαυτό μου, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀπογυμνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[γυμνώνω]] [[τελείως]] κάποιον από τα όπλα του, τον [[αφοπλίζω]] — Παθ., είμαι αφοπλισμένος, γυμνωμένος από τον οπλισμό μου, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., ξεγυμνώνομαι, [[γυμνώνω]] εντελώς τον εαυτό μου, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπογυμνόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обнажать]] (τινα Luc.); перен. разоблачать (τὴν γνώμην τινός Plut.); med. и pass. обнажаться, раздеваться Hom., Hes., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> med. [[снимать с себя]] (τὰ ἱμάτια Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[strip]] [[quite]] [[bare]] of [[arms]]: Pass. to be so stripped, Od.:—Mid. to [[strip]] [[oneself]], Xen.
|mdlsjtxt=<br />to [[strip]] [[quite]] [[bare]] of [[arms]]: Pass. to be so stripped, Od.:—Mid. to [[strip]] [[oneself]], Xen.
}}
}}

Revision as of 18:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπογυμνόω Medium diacritics: ἀπογυμνόω Low diacritics: απογυμνόω Capitals: ΑΠΟΓΥΜΝΟΩ
Transliteration A: apogymnóō Transliteration B: apogymnoō Transliteration C: apogymnoo Beta Code: a)pogumno/w

English (LSJ)

A strip bare, especially of arms: hence, in Pass., μή σ' ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θήῃ Od.10.301; ἀπογυμνωθείς with the person exposed, Hes.Op.730; ἀ. τινά vanquish, Thphr.Char.7.4:— Med., strip oneself, X.Mem.3.4.1; ἀπογυμνοῦσθαι τὰ ἱμάτια strip off one's clothes, Arist.Pr.866a21:—Pass., τῆς σχέσεως Them.in Ph. 26.8. 2 metaph., lay open, reveal, explain, Paus.4.22.4, App.BC 1.57; σόφισμα Jul.Mis.357c. 3 Pass., become visible, of land from the sea, Str.1.1.20.

Spanish (DGE)

I 1desnudarse en v. med.-pas. μή σ' ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θήῃ Od.10.301, cf. Hes.Op.730, X.Mem.3.4.1
de vestidos quitarse ἀπογυμνοῦσθαι τὰ ἱμάτια Arist.Pr.866a21
en sent. fig. c. gen. ser privado de τῆς σχέσεως Them.in Ph.26.8, τῆς μακαριότητος Gr.Nyss.Or.Catech.43.4
de partes del cuerpo descubrir en v. act. τὴν γαστέρα D.C.61.13.5, cf. PEnteux.79.7 (III a.C.).
2 desarmar, vencer τοὺς καθ' ἕνα Thphr.Char.7.3.
II fig.
1 tr. revelar, explicar τὸ ἐνθύμημα App.BC 1.57, τὸ σόφισμα Iul.Mis.357c, cf. Paus.4.22.4, M.Ant.6.13, Hsch., en v. med. πολλά Plu.2.645b.
2 intr. en v. med. hacerse visible la tierra desde el mar, Str.1.1.20.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mettre à nu;
Moy. ἀπογυμνόομαι, ἀπογυμνοῦμαι se mettre à nu.
Étymologie: ἀπό, γυμνός.

Russian (Dvoretsky)

ἀπογυμνόω:
1) обнажать (τινα Luc.); перен. разоблачать (τὴν γνώμην τινός Plut.); med. и pass. обнажаться, раздеваться Hom., Hes., Xen.;
2) med. снимать с себя (τὰ ἱμάτια Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογυμνόω: ἐντελῶς ἀπεκδύω, γυμνώνω τινά, κυρίως ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα αὐτοῦ, ἀφοπλίζω, ὅθεν ἐν τῷ παθ., μή σ’ ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θείῃ Ὀδ. Κ. 301· μὴ δ’ ἀπογυμνωθῇς, μηδὲ νὰ ἐκθέσῃς γυμνὸν τὸ σῶμά σου (ἕνεκα φυσικῆς ἀνάγκης), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 728: - Μέσ., γυμνώνω ἐμαυτόν, «ξεγυμνώνομαι» Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 1· ἀπογυμνοῦσθαι τὰ ἱμάτια Ἀριστ. Πρβλ. 1. 55, 3. 2) μεταφ., ἀνοίγω, ἀποκαλύπτω, ἀναπτύσσω, Παυσ. 4. 22, 4, κτλ.

English (Autenrieth)

(γυμνός), aor. pass. part. ἀπογυμνωθέντα: denude, strip, Od. 10.301†.

Greek Monotonic

ἀπογυμνόω: μέλ. -ώσω, γυμνώνω τελείως κάποιον από τα όπλα του, τον αφοπλίζω — Παθ., είμαι αφοπλισμένος, γυμνωμένος από τον οπλισμό μου, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., ξεγυμνώνομαι, γυμνώνω εντελώς τον εαυτό μου, σε Ξεν.

Middle Liddell


to strip quite bare of arms: Pass. to be so stripped, Od.:—Mid. to strip oneself, Xen.