ἄατος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>p. contr.</i> [[ἆτος]];<br />ος, ον :<br />insatiable de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἄω]].
|btext=<i>p. contr.</i> [[ἆτος]];<br />ος, ον :<br />insatiable de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἄω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄᾰτος:''' Hes. = [[ἆτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄᾰτος:''' συνηρ. [[ἆτος]], <i>-ον</i> (<i>ἄω</i>), [[ακόρεστος]], με γεν.· [[Ἄρης]] [[ἆτος]] πολέμοιο, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἄᾰτος:''' συνηρ. [[ἆτος]], <i>-ον</i> (<i>ἄω</i>), [[ακόρεστος]], με γεν.· [[Ἄρης]] [[ἆτος]] πολέμοιο, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄᾰτος:''' Hes. = [[ἆτος]].
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 18:48, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄᾰτος Medium diacritics: ἄατος Low diacritics: άατος Capitals: ΑΑΤΟΣ
Transliteration A: áatos Transliteration B: aatos Transliteration C: aatos Beta Code: a)/atos

English (LSJ)

contr. ἆτος, ον, (ἄω) A insatiate, c. gen., ἄατος πολέμοιο Hes. Th.714; Ἄρης ἆτος πολέμοιο Il.5.388; μάχης ἆτόν περ ἐόντα 22.218: abs., ἄατος ὕβρις A.R.1.459. [First syllable short in Hes., long in A.R.]
ἄᾱτος, ον, = ἄητος (q.v.), Q.S.1.217.

Spanish (DGE)

(ἄᾰτος) -ον
• Alolema(s): ἄητος Il.21.395, A.Fr.3, Nic.Th.783; contr. ἆτος Il.5.388
• Prosodia: [ᾰᾱτος A.R.1.459, Q.S.1.217]
insaciable, desmedido, que exige todo esfuerzo ἄητον θάρσος Il.21.395, cf. Q.S.1.217, ἄατος ὕβρις A.R.1.459 (pero tb. se ha interpr. como 2 ἄατος q.u.), cf. A.Fr.3, ποηφάγος αἰὲν ἄητος Nic.l.c., cf. Hsch., Hdn.Gr.1.220
c. gen. Ἄρης ἆτος πολέμοιο Il.5.388, μάχης ἄατόν περ ἐόντα Il.22.218, ἄατος πολέμοιο Hes.Th.714
ἀπὸ τοῦ ἄω Et.Sym.α 5.
• Etimología: Cf. 3 ἄω
-ον
perjudicial, dañino Hsch.
• Etimología: Quizá ἀ- intens. y ἄτη.

German (Pape)

[Seite 1] (ἄω), unersättlich, πολέμοιο Hes. Th. 714, vgl. ἆτος; – ἄατος ὕβρις Ap. Rh. 1, 452, schädlich, ist wohl ἀατός zu schreiben; aber θάρσος ἄατον bei Qu. Hm. 1, 217 steht für ἄητον. Vgl. Buttm. Lexil. 1, 229 ff.

French (Bailly abrégé)

p. contr. ἆτος;
ος, ον :
insatiable de, gén..
Étymologie: , ἄω.

Russian (Dvoretsky)

ἄᾰτος: Hes. = ἆτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄᾰτος: συνηρ. ἆτος, ον· (ἄω, ἆσαι) ἀκόρεστος, μετὰ γεν. ἄατος πολέμοιο Ἡσ. Θεογ. 714. Ἄρης ἆτος πολέμοιο Ἰλ. Ε, 388, μάχης ἆτόν περ ἐόντα Χ, 218. Πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λέξ.: - ἀπολ., ἄατος ὕβρις, Ἀπ. Ροδ. 1. 459. [Ἡ πρώτη συλλ. ἐν τῷ ἄατος εἶναι βραχεῖα παρ’ Ἡσυχ., ἀλλὰ μακρὰ παρ’ Ἀπ. Ροδ.]

Greek Monotonic

ἄᾰτος: συνηρ. ἆτος, -ον (ἄω), ακόρεστος, με γεν.· Ἄρης ἆτος πολέμοιο, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

See also: ἄητος

Middle Liddell

[ἄω C]
insatiate, c. gen., Ἄρης ἆτος πολέμοιο Il.

Frisk Etymology German

ἄατος: {áatos}
Forms: kontr. ἆτος
Meaning: unersättlich
Etymology: aus *ἄσατος ep. neg. Verbaladjektiv zu ἄμεναι sättigen, s. ἅδην und ἆσαι. Vgl. ἄητος.
Page 1,2