ἐγκοπεύς: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />ciseau de sculpteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκόπτω]].
|btext=έως (ὁ) :<br />ciseau de sculpteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκόπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκοπεύς:''' έως ὁ резец ваятеля Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκοπεύς:''' -έως, ὁ, [[εργαλείο]] (λιθοξόου) κατάλληλο για [[κοπή]] λίθων, [[κοπίδι]], σκαρπέλλο, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐγκοπεύς:''' -έως, ὁ, [[εργαλείο]] (λιθοξόου) κατάλληλο για [[κοπή]] λίθων, [[κοπίδι]], σκαρπέλλο, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκοπεύς:''' έως ὁ резец ваятеля Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐγκοπεύς]], έως, [from εγκόπτω]<br />a [[tool]] for [[cutting]] [[stone]], [[chisel]], Luc.
|mdlsjtxt=[[ἐγκοπεύς]], έως, [from εγκόπτω]<br />a [[tool]] for [[cutting]] [[stone]], [[chisel]], Luc.
}}
}}

Revision as of 18:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκοπεύς Medium diacritics: ἐγκοπεύς Low diacritics: εγκοπεύς Capitals: ΕΓΚΟΠΕΥΣ
Transliteration A: enkopeús Transliteration B: enkopeus Transliteration C: egkopeys Beta Code: e)gkopeu/s

English (LSJ)

εύς, ὁ, tool for cutting stone, chisel, Luc.Somn.3.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ cincel Luc.Somn.3, cf. Sud.

German (Pape)

[Seite 709] ὁ, der Meißel, Luc. Somn. 3.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
ciseau de sculpteur.
Étymologie: ἐγκόπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκοπεύς: έως ὁ резец ваятеля Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκοπεύς: έως, ὁ, λιθοξοϊκὸν ἐργαλεῖον πρὸς κοπὴν λίθων, κοπεύς, Λουκ. Ἐνύπν. 3.

Greek Monotonic

ἐγκοπεύς: -έως, ὁ, εργαλείο (λιθοξόου) κατάλληλο για κοπή λίθων, κοπίδι, σκαρπέλλο, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐγκοπεύς, έως, [from εγκόπτω]
a tool for cutting stone, chisel, Luc.