ἐνδίφριος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />placé sur un siège <i>ou</i> à table près de qqn, compagnon de table, convive.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δίφρος]].
|btext=ος, ον :<br />placé sur un siège <i>ou</i> à table près de qqn, compagnon de table, convive.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δίφρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνδίφριος:''' [[сидящий рядом]]: [[ἐκαθεζόμην]] ἐ. [[αὐτῷ]] Xen. я сел рядом с ним.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδίφριος:''' -ον ([[δίφρος]]), αυτός που κάθεται στο ίδιο [[τραπέζι]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοτράπεζος]], συνδαιτημόνας, με δοτ., σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐνδίφριος:''' -ον ([[δίφρος]]), αυτός που κάθεται στο ίδιο [[τραπέζι]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοτράπεζος]], συνδαιτημόνας, με δοτ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνδίφριος:''' [[сидящий рядом]]: [[ἐκαθεζόμην]] ἐ. [[αὐτῷ]] Xen. я сел рядом с ним.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐν-[[δίφριος]], ον <i>adj</i> [[δίφρος]]<br />[[sitting]] on the [[same]] [[seat]] with [[another]], c. dat., Xen.
|mdlsjtxt=ἐν-[[δίφριος]], ον <i>adj</i> [[δίφρος]]<br />[[sitting]] on the [[same]] [[seat]] with [[another]], c. dat., Xen.
}}
}}

Revision as of 19:19, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδίφριος Medium diacritics: ἐνδίφριος Low diacritics: ενδίφριος Capitals: ΕΝΔΙΦΡΙΟΣ
Transliteration A: endíphrios Transliteration B: endiphrios Transliteration C: endifrios Beta Code: e)ndi/frios

English (LSJ)

ον, (δίφρος) sitting on the same seat, ἐκαθεζόμην ἐνδίφριος αὐτῷ X.An.7.2.33, cf. 38.

Spanish (DGE)

-ον
que comparte asiento, compañero de mesa, comensal ἐκαθεζόμην ἐ. X.An.7.2.33, ἀδελφούς γε ποιήσομαι καὶ ἐνδιφρίους X.An.7.2.38.

German (Pape)

[Seite 834] ὁ, der neben Einem am Tische sitzt, Tischgenoß, Xen. An. 7, 2, 33.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
placé sur un siège ou à table près de qqn, compagnon de table, convive.
Étymologie: ἐν, δίφρος.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδίφριος: сидящий рядом: ἐκαθεζόμην ἐ. αὐτῷ Xen. я сел рядом с ним.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδίφριος: -ον, (δίφρος) ἐκαθεζόμην ἐνδίφριος αὐτῷ ἱκέτης, παρὰ τὸν δίφρου αὐτοῦ ἱκέτης, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 33· ὁμοτράπεζος, αὐτόθι 38.

Greek Monolingual

ἐνδίφριος, -ον (Α)
1. καθισμένος στο ίδιο τραπέζι με κάποιον
2. φρ. «ἐνδίφριος αὐτῷ ἱκέτης» — ικέτης πλάι στον δίφρο του.

Greek Monotonic

ἐνδίφριος: -ον (δίφρος), αυτός που κάθεται στο ίδιο τραπέζι με κάποιον άλλο, ομοτράπεζος, συνδαιτημόνας, με δοτ., σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐν-δίφριος, ον adj δίφρος
sitting on the same seat with another, c. dat., Xen.