ἐξαλύσκω: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐξαλύξω, <i>ao.</i> ἐξήλυξα;<br />échapper à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀλύσκω]].
|btext=<i>f.</i> ἐξαλύξω, <i>ao.</i> ἐξήλυξα;<br />échapper à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀλύσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξᾰλύσκω:''' (fut. ἐξαλύξω, aor. ἐξήλυξα)<br /><b class="num">1)</b> [[убегать]] (φῶτας κακούργους [[ποδί]] Eur.): ἐξαλύξας οἴχεται Aesch. он спасается бегством;<br /><b class="num">2)</b> [[избегать]], [[спасаться]] (τύχας Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξᾰλύσκω:''' μέλ. <i>-ύξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐξήλυξα</i>· όπως το [[ἐξαλέομαι]], [[φεύγω]] από, με αιτ., σε Ευρ.· απόλ., [[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''ἐξᾰλύσκω:''' μέλ. <i>-ύξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐξήλυξα</i>· όπως το [[ἐξαλέομαι]], [[φεύγω]] από, με αιτ., σε Ευρ.· απόλ., [[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξᾰλύσκω:''' (fut. ἐξαλύξω, aor. ἐξήλυξα)<br /><b class="num">1)</b> [[убегать]] (φῶτας κακούργους [[ποδί]] Eur.): ἐξαλύξας οἴχεται Aesch. он спасается бегством;<br /><b class="num">2)</b> [[избегать]], [[спасаться]] (τύχας Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ύξω aor1 ἐξήλυξα like [[ἐξαλέομαι]]<br />to [[flee]] from, c. acc., Eur.; absol. to [[escape]], Aesch., Eur.
|mdlsjtxt=fut. ύξω aor1 ἐξήλυξα like [[ἐξαλέομαι]]<br />to [[flee]] from, c. acc., Eur.; absol. to [[escape]], Aesch., Eur.
}}
}}

Revision as of 19:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰλύσκω Medium diacritics: ἐξαλύσκω Low diacritics: εξαλύσκω Capitals: ΕΞΑΛΥΣΚΩ
Transliteration A: exalýskō Transliteration B: exalyskō Transliteration C: eksalysko Beta Code: e)calu/skw

English (LSJ)

aor. ἐξήλυξα, flee from, c. acc., E.El.219, Hipp.673 (lyr.): abs., escape, A.Eu.111, E.Hec.1194: c. gen., Opp.H.3.104; cf. ἐξαλεύομαι.

Spanish (DGE)

(ἐξᾰλύσκω)
escapar, librarse de alguna fatalidad o desgracia, c. ac. ὡς ἂν ... μῆνιν ... ἐξαλύξωμαι θεᾶς S.Ai.656 (cj. en ed., pero ἐξαλεύσωμαι cód.), φῶτας κακούργους E.El.219, πᾷ ποτ' ἐξαλύξω τύχας; E.Hipp.673, βακχῶν σπαραγμόν E.Ba.734, μοῦνον φλέγουσαν ἐξαλύξαντα σποδόν Lyc.179, tard. c. gen. ἐξήλυξε μόροιο de un pez, Opp.H.3.104
abs. escapar al destino, librarse de una suerte fatal ὃ δ' ἐξαλύξας οἴχεται él habiéndose escapado se ha ido A.Eu.111, οὔτις ἐξήλυξέ πω E.Hec.1194, cf. Sch.Nic.Th.121e.

German (Pape)

[Seite 866] (s. ἀλύσκω), = ἐξαλέομαι; Aesch. Eum. 111; πᾷ ποτ' ἐξαλύξω τύχας; Eur. Hipp. 673, vgl. El. 219; ἐξήλυξε μόροιο Opp. Hal. 3, 104.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξαλύξω, ao. ἐξήλυξα;
échapper à, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀλύσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰλύσκω: (fut. ἐξαλύξω, aor. ἐξήλυξα)
1) убегать (φῶτας κακούργους ποδί Eur.): ἐξαλύξας οἴχεται Aesch. он спасается бегством;
2) избегать, спасаться (τύχας Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰλύσκω: μέλλ. -ύξω: ἀόρ. ἐξήλυξα: ― ὡς τὸ ἐξαλέομαι, φεύγω ἀπό τινος, Εὐρ. Ἠλ. 219, Ἱππ. 673· ἀπολ., διαφεύγω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 111, Εὐρ. Ἑκ. 1194: ― μετὰ γεν., Ὀππ. Ἁλ. 3. 104. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐξαλύξωμαι· φυλάξωμαι· Σοφοκλῆς Αἴαντι Μαστιγοφόρῳ». ― Πρβλ. ἐξαλεύομαι.

Greek Monolingual

ἐξαλύσκω (Α) αλύσκω
φεύγω, ξεφεύγω για να προφυλαχθώ.

Greek Monotonic

ἐξᾰλύσκω: μέλ. -ύξω, αόρ. αʹ ἐξήλυξα· όπως το ἐξαλέομαι, φεύγω από, με αιτ., σε Ευρ.· απόλ., διαφεύγω, δραπετεύω, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

fut. ύξω aor1 ἐξήλυξα like ἐξαλέομαι
to flee from, c. acc., Eur.; absol. to escape, Aesch., Eur.