ἔφεκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui contient un entier et un sixième ; [[τόκος]] [[ἔφεκτος]] intérêts à un sixième du capital.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἕκτος]].
|btext=ος, ον :<br />qui contient un entier et un sixième ; [[τόκος]] [[ἔφεκτος]] intérêts à un sixième du capital.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἕκτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔφεκτος:''' содержащий 1+⅙: [[τόκος]] ἔ. Dem. прирост в размере ⅙  капитала, т. е. 16 + ⅔%.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔφεκτος:''' -ον, αυτός που περιέχει 1+⅙ του συνόλου· [[τόκος]] ἔφ., όταν το ⅙  του κεφαλαίου πληρώνεται ως [[τόκος]], = 16 ⅔ επί τοις [[εκατό]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἔφεκτος:''' -ον, αυτός που περιέχει 1+⅙ του συνόλου· [[τόκος]] ἔφ., όταν το ⅙  του κεφαλαίου πληρώνεται ως [[τόκος]], = 16 ⅔ επί τοις [[εκατό]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔφεκτος:''' содержащий 1+⅙: [[τόκος]] ἔ. Dem. прирост в размере ⅙  капитала, т. е. 16 + ⅔%.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἔφ-εκτος, ον<br />containing 1+⅙: [[τόκος]] ἔφ. [[when]] ⅙  of the [[principal]] was paid as [[interest]], = 16 ⅔ p. cent., Dem.
|mdlsjtxt=ἔφ-εκτος, ον<br />containing 1+⅙: [[τόκος]] ἔφ. [[when]] ⅙  of the [[principal]] was paid as [[interest]], = 16 ⅔ p. cent., Dem.
}}
}}

Revision as of 20:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔφεκτος Medium diacritics: ἔφεκτος Low diacritics: έφεκτος Capitals: ΕΦΕΚΤΟΣ
Transliteration A: éphektos Transliteration B: ephektos Transliteration C: efektos Beta Code: e)/fektos

English (LSJ)

ον, containing 1 + ⅙, Vitr.3.1.6; τόκος ἔφεκτος = when ⅙ of the principal was paid as interest, = 16 ⅔ %, D.34.23: ἔφεκτον, τό, charge of ⅙ on payments for grain-transport, PLond.ined.2093 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1114] ein Ganzes u. ein Sechstel enthaltend (7/6), τόκος ἔφεκτος, das Kapital u. der sechste Theil dazu, Dem. 34, 24; Harpocr. ὁ ἐπὶ τῷ ἕκτῳ τοῦ κεφαλαίου (16⅔ Procent).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui contient un entier et un sixième ; τόκος ἔφεκτος intérêts à un sixième du capital.
Étymologie: ἐπί, ἕκτος.

Russian (Dvoretsky)

ἔφεκτος: содержащий 1+⅙: τόκος ἔ. Dem. прирост в размере ⅙ капитала, т. е. 16 + ⅔%.

Greek (Liddell-Scott)

ἔφεκτος: -ον, περιέχων 1+1/6, Βιτρούβ. 3. 1, 12· τόκος ἔφ., ὅτε ἀπετίνετο ὡς τόκος τὸ ἕκτον τοῦ κεφαλαίου, = 162/3 ἐπὶ τοῖς ἑκατόν, (πρβλ. ἐπωβελία), Δημ. 944. 10: πρβλ. ἐπίτριτος.

Greek Monotonic

ἔφεκτος: -ον, αυτός που περιέχει 1+⅙ του συνόλου· τόκος ἔφ., όταν το ⅙ του κεφαλαίου πληρώνεται ως τόκος, = 16 ⅔ επί τοις εκατό, σε Δημ.

Middle Liddell

ἔφ-εκτος, ον
containing 1+⅙: τόκος ἔφ. when ⅙ of the principal was paid as interest, = 16 ⅔ p. cent., Dem.