ἡνιοχέω: Difference between revisions

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>abs.</i> tenir les rênes, conduire un char;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> conduire <i>ou</i> diriger au moyen de rênes : ἅρματα HDT des chars ; <i>avec le gén.</i> συνωρίδος PLAT un attelage ; <i>fig.</i> τὴν διάνοιαν LUC diriger la pensée (de qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ἡνίοχος]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>abs.</i> tenir les rênes, conduire un char;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> conduire <i>ou</i> diriger au moyen de rênes : ἅρματα HDT des chars ; <i>avec le gén.</i> συνωρίδος PLAT un attelage ; <i>fig.</i> τὴν διάνοιαν LUC diriger la pensée (de qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ἡνίοχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡνιοχέω:''' дор. ἁνιοχέω<br /><b class="num">1)</b> [[управлять вожжами]], [[править]] (ἅρματα Her.; συνωρίδος Plat.; λέοντας Luc.): κελεύσματι [[μόνον]] καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται Plat. (хороший конь) слушается одного лишь словесного убеждения;<br /><b class="num">2)</b> [[управлять]], [[направлять]] (Μουσῶν στόματα Arph.; διάνοιαν Luc.): σελάνας τριετεῖς μηνῶν ἁνιοχεῦντο δρόμοι Anth. исполнилось три года.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡνιοχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πεζός]] [[τύπος]] του [[ἡνιοχεύω]],<br /><b class="num">1.</b> [[κρατώ]] τα χαλινάρια, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[οδηγώ]], [[κατευθύνω]], σε Ηρόδ.· μεταφορ., [[διευθύνω]], σε Αριστοφ. — Παθ., κατευθύνομαι, οδηγούμαι, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἡνιοχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πεζός]] [[τύπος]] του [[ἡνιοχεύω]],<br /><b class="num">1.</b> [[κρατώ]] τα χαλινάρια, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[οδηγώ]], [[κατευθύνω]], σε Ηρόδ.· μεταφορ., [[διευθύνω]], σε Αριστοφ. — Παθ., κατευθύνομαι, οδηγούμαι, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡνιοχέω:''' дор. ἁνιοχέω<br /><b class="num">1)</b> [[управлять вожжами]], [[править]] (ἅρματα Her.; συνωρίδος Plat.; λέοντας Luc.): κελεύσματι [[μόνον]] καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται Plat. (хороший конь) слушается одного лишь словесного убеждения;<br /><b class="num">2)</b> [[управлять]], [[направлять]] (Μουσῶν στόματα Arph.; διάνοιαν Luc.): σελάνας τριετεῖς μηνῶν ἁνιοχεῦντο δρόμοι Anth. исполнилось три года.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡνιοχέω]], [[prose]] [[form]] of [[ἡνιοχεύω]],]<br /><b class="num">1.</b> to [[hold]] the [[reins]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. to [[drive]], [[guide]], Hdt.: metaph. to [[direct]], Ar.:—Pass. to be guided, Xen.
|mdlsjtxt=[[ἡνιοχέω]], [[prose]] [[form]] of [[ἡνιοχεύω]],]<br /><b class="num">1.</b> to [[hold]] the [[reins]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. to [[drive]], [[guide]], Hdt.: metaph. to [[direct]], Ar.:—Pass. to be guided, Xen.
}}
}}

Revision as of 20:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοχέω Medium diacritics: ἡνιοχέω Low diacritics: ηνιοχέω Capitals: ΗΝΙΟΧΕΩ
Transliteration A: hēniochéō Transliteration B: hēniocheō Transliteration C: iniocheo Beta Code: h(nioxe/w

English (LSJ)

Lacon. ἀνιοχίω (v. ἀνιοχίων), prose form of ἡνιοχεύω, hold the reins, ἀνωτέρω, . . κατωτέρω ταῖς χερσίν higher up or lower down, i.e. longer or shorter, X.Eq.7.10: c. acc., drive, ἅρματα Hdt.4.193; λέοντας Luc.DDeor.12.2: metaph., Μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας Ar.V.1022; τὴν διάνοιαν Luc.Am.37; ἔθνεα . . φρεσὶν ἡ. Epigr.Gr.922 (Emesa); τῆς ἱερᾶς κεφαλῆς τῆς πάντα -ούσης Lib.Ep.987.5; βασιλεύει καὶ ἡ. Plu.2.155a: rarely c. gen., συνωρίδος Pl.Phdr.246b:—Pass., ἡνιοχοῦμαι to be guided, ib.253d, X.Cyr.6.1.29: metaph., of the months, AP77.482.

German (Pape)

[Seite 1172] später übliche Form für das Vorige; οὐκ ἀλλοτρίων, ἀλλ' οἰκείων μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας Ar. Vesp. 1022; ἡνιοχεῦσι τὰ ἅρματα ἐς τὸν πόλεμον Her. 4, 193; c. gen., ἡμῶν ὁ ἄρχων ξυνωρίδος ἡνιοχεῖ Plat. Phaedr. 246 b; pass., ἵππος ἄπληκτος κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται 253 d; öfter bei Sp.; übertr., lenken, regieren, Μουσῶν στόματα Ar. Vesp. 1022, αὐτούς Luc. D. D. 12, 2; Anth., μηνῶν ἁνιοχεῦντο δρόμοι Ep. ad. 646 (VII, 482).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 abs. tenir les rênes, conduire un char;
2 tr. conduire ou diriger au moyen de rênes : ἅρματα HDT des chars ; avec le gén. συνωρίδος PLAT un attelage ; fig. τὴν διάνοιαν LUC diriger la pensée (de qqn).
Étymologie: ἡνίοχος.

Russian (Dvoretsky)

ἡνιοχέω: дор. ἁνιοχέω
1) управлять вожжами, править (ἅρματα Her.; συνωρίδος Plat.; λέοντας Luc.): κελεύσματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται Plat. (хороший конь) слушается одного лишь словесного убеждения;
2) управлять, направлять (Μουσῶν στόματα Arph.; διάνοιαν Luc.): σελάνας τριετεῖς μηνῶν ἁνιοχεῦντο δρόμοι Anth. исполнилось три года.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχέω: πεζὸς τύπος τοῦ ἡνιοχεύω, κρατῶ τὰς ἡνίας, ἀνωτέρω, … κατωτέρω ταῖς χερσίν, ὑψηλότερα, χαμηλότερα, Ξεν. Ἱππ. 7, 10· μετ’ αἰτ., ἐλαύνω, ὁδηγῶ, ἅρματα Ἡρόδ. 4. 193· λέοντας Λουκ. Θεῶν Διαλ. 12. 2· μεταφ., Μουσῶν στόμαθ’ ἡνιοχήσας Ἀριστοφ. Σφηξ. 1022· τὴν διάνοιαν Λουκ. Ἔρωσ. 37· ἔθνεα … φρεσὶν ἡν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 922· σπανίως μετὰ γεν., ἡμῶν Πλάτ. Φαίδρ. 246Β· παθ., διευθύνομαι, ὁδηγοῦμαι, αὐτόθι 253D, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 29, Ἀνθ. Π. 7. 482.

Greek Monotonic

ἡνιοχέω: μέλ. -ήσω, πεζός τύπος του ἡνιοχεύω,
1. κρατώ τα χαλινάρια, σε Ξεν.
2. με αιτ., οδηγώ, κατευθύνω, σε Ηρόδ.· μεταφορ., διευθύνω, σε Αριστοφ. — Παθ., κατευθύνομαι, οδηγούμαι, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἡνιοχέω, prose form of ἡνιοχεύω,]
1. to hold the reins, Xen.
2. c. acc. to drive, guide, Hdt.: metaph. to direct, Ar.:—Pass. to be guided, Xen.