ἰσόπεδος: Difference between revisions
ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui est sur le même plan, de niveau avec, τινι ; τὸ ἰσόπεδον plaine unie.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[πέδον]]. | |btext=ος, ον :<br />qui est sur le même plan, de niveau avec, τινι ; τὸ ἰσόπεδον plaine unie.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[πέδον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰσόπεδος:''' [[находящийся вровень]], [[на одном уровне]] (θάλασσαι ἰσόπεδοι Luc.): [[χοῦν]] ποιῆσαι τῇ [[ἄλλῃ]] γῇ [[ἰσόπεδον]] Her. сравнять насыпь с остальной землей. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰσόπεδος:''' -ον ([[πέδον]]), αυτός που έχει ομαλή [[επιφάνεια]], [[επίπεδος]]· με δοτ., [[επίπεδος]] ή [[ίσος]] με κάποιον, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἰσόπεδος:''' -ον ([[πέδον]]), αυτός που έχει ομαλή [[επιφάνεια]], [[επίπεδος]]· με δοτ., [[επίπεδος]] ή [[ίσος]] με κάποιον, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἰσό-πεδος, ον [[πέδον]]<br />of [[even]] [[surface]], [[level]] or [[even]] with, c. dat., Hdt. | |mdlsjtxt=ἰσό-πεδος, ον [[πέδον]]<br />of [[even]] [[surface]], [[level]] or [[even]] with, c. dat., Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A of even surface, level, ἐξ ἰ. χωρίου Hp.VC11, cf. Luc.Hipp.4; ἰ. τῷ δέρματι Gal.10.1011; ἰ. χρώματα flat in appearance, opp. κοῖλα, Alex.Aphr.Pr.1.49. 2 c. dat., level or even with, χοῦν ποιέων τῆ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Hdt.4.201, cf. D.S. 19.94, Plu.Num.10.
German (Pape)
[Seite 1265] dem Boden gleich, von gleichem, ebenem Boden, χοῦν ἐπεφόρησε ποιέων τῂ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Her. 4, 201; Sp.; τόπος τῷ λοιπῷ χώματι ἰσόπεδος Plut. Num. 10; D. Sic. 19, 94.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est sur le même plan, de niveau avec, τινι ; τὸ ἰσόπεδον plaine unie.
Étymologie: ἴσος, πέδον.
Russian (Dvoretsky)
ἰσόπεδος: находящийся вровень, на одном уровне (θάλασσαι ἰσόπεδοι Luc.): χοῦν ποιῆσαι τῇ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Her. сравнять насыпь с остальной землей.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόπεδος: -ον, ἔχων ὁμαλὴν ἐπιφάνειαν, ἐπίπεδος, ἐξ ἰσοπέδου χωρίου Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 902, πρβλ. Λουκ. Ἱππ. 4· ἰσ. χρώματα, ἐπιτιθέμενα ἐπὶ ἐπιπέδου, ἀντίθετον τῷ κοῖλα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 49. 2) μετὰ δοτ., ἐπίπεδος ἢ ἴσος πρὸς …, χοῦν ποιῆσαι τῇ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Ἡρόδ. 4: 201, πρβλ. Διόδ. 19. 94. - ἰσοπεδόω, μεταγεν.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἰσόπεδος -ον)
αυτός που έχει ομαλή, επίπεδη επιφάνεια, επίπεδος, ομαλός («χοῦν ποιέων τῇ ἄλλῃ γῃ ἰσόπεδον», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. αυτός που η επιφάνεια του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια άλλου
2. φρ. «ισόπεδη διάβαση» — διασταύρωση δύο οδών ή οδού και σιδηροδρομικής γραμμής στην ίδια επιφάνεια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόπεδον
επίπεδο έδαφος, ομαλή επιφάνεια
(κατά τον Ησύχ.) «ἴσον τῇ γῇ, όμαλὸν ἔδαφος, ἰσόχωρον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-+ -πεδος (< πέδον), πρβλ. βαθύπεδος, χαλκόπεδος].
Greek Monotonic
ἰσόπεδος: -ον (πέδον), αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, επίπεδος· με δοτ., επίπεδος ή ίσος με κάποιον, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἰσό-πεδος, ον πέδον
of even surface, level or even with, c. dat., Hdt.