ὑδατόεις: Difference between revisions

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br /><b>1</b> aqueux, rempli d’eau;<br /><b>2</b> qui ressemble à de l'eau, transparent comme l'eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]].
|btext=όεσσα, όεν;<br /><b>1</b> aqueux, rempli d’eau;<br /><b>2</b> qui ressemble à de l'eau, transparent comme l'eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδᾰτόεις:''' όεσσα, όεν (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> [[водяной]] ([[δόμος]], sc. Νυμφῶν Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[прозрачный]] (καλύπτρη Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑδᾰτόεις:''' -όεσσα, -όεν ([[ὕδωρ]]),<br /><b class="num">I.</b> [[υδάτινος]], αυτός που μοιάζει με [[νερό]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[διάφανος]] σαν το [[νερό]], [[λεπτός]], [[φίνος]], [[ραφινάτος]], [[κομψός]], στον ίδ.
|lsmtext='''ὑδᾰτόεις:''' -όεσσα, -όεν ([[ὕδωρ]]),<br /><b class="num">I.</b> [[υδάτινος]], αυτός που μοιάζει με [[νερό]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[διάφανος]] σαν το [[νερό]], [[λεπτός]], [[φίνος]], [[ραφινάτος]], [[κομψός]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδᾰτόεις:''' όεσσα, όεν (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> [[водяной]] ([[δόμος]], sc. Νυμφῶν Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[прозрачный]] (καλύπτρη Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὕδωρ]]<br /><b class="num">I.</b> [[watery]], like [[water]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> [[transparent]] as [[water]], [[thin]], [[fine]], Anth.
|mdlsjtxt=[[ὕδωρ]]<br /><b class="num">I.</b> [[watery]], like [[water]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> [[transparent]] as [[water]], [[thin]], [[fine]], Anth.
}}
}}

Revision as of 21:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰτόεις Medium diacritics: ὑδατόεις Low diacritics: υδατόεις Capitals: ΥΔΑΤΟΕΙΣ
Transliteration A: hydatóeis Transliteration B: hydatoeis Transliteration C: ydatoeis Beta Code: u(dato/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, A watery, AP9.327 (Hermocr.), D.P.782, Nonn.D.11.47, 23.281, 39.373, al. II transparent as water, thin, fine, καλύπτρα AP6.270 (Nic.); cf. ὑδάτινος ΙΙ. [ῡ in dactylic verses.]

German (Pape)

[Seite 1172] εσσα, εν, wässerig, wasserartig, durchsichtig, dünn wie Wasser; καλύπτρα, Nic. 3 (VI, 270); δόμος, Hermocreo 1 (IX, 327); ἴασπις, D. Per. 782; κόρη Διός, Ep. ad. 194 (App. 323), von einer Najade gesagt.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
1 aqueux, rempli d’eau;
2 qui ressemble à de l'eau, transparent comme l'eau.
Étymologie: ὕδωρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑδᾰτόεις: όεσσα, όεν (ῠ)
1) водяной (δόμος, sc. Νυμφῶν Anth.);
2) прозрачный (καλύπτρη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑδᾰτόεις: όεσσα, όεν (ὕδωρ) ὡς τὸ ὑδατώδης, Ἀνθ. Π. 9. 327, Διον. Π. 782, Νόνν., κλπ. ΙΙ. διαφανὴς ὡς τὸ ὕδωρ, λεπτός, καλύπτρη Ἀνθολ. Π. 6. 270· πρβλ. ὑδάτινος ΙΙ. [ῡ ἐν δακτυλικοῖς στίχοις].

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, ΜΑ
υδατώδης
αρχ.
(για ένδυμα ή για εξάρτημα ενδυμασίας) διαφανής σαν το νερό, λεπτός («ὑδατόεσσα καλύπτρη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

ὑδᾰτόεις: -όεσσα, -όεν (ὕδωρ),
I. υδάτινος, αυτός που μοιάζει με νερό, σε Ανθ.
II. διάφανος σαν το νερό, λεπτός, φίνος, ραφινάτος, κομψός, στον ίδ.

Middle Liddell

ὕδωρ
I. watery, like water, Anth.
II. transparent as water, thin, fine, Anth.