ὠφέλησις: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />avantage, utilité.<br />'''Étymologie:''' [[ὠφελέω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />avantage, utilité.<br />'''Étymologie:''' [[ὠφελέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠφέλησις:''' εως ἡ [[польза]], [[выгода]], [[помощь]]: σοὶ ὠ. οὐκ [[ἔνι]] Soph. нет (мне) от тебя помощи. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠφέλησις:''' -εως, ἡ, [[βοήθεια]], [[επικουρία]]· όπως το [[ὠφέλεια]], [[κέρδος]], όφελος, [[βοήθεια]], [[πλεονέκτημα]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ὠφέλησις:''' -εως, ἡ, [[βοήθεια]], [[επικουρία]]· όπως το [[ὠφέλεια]], [[κέρδος]], όφελος, [[βοήθεια]], [[πλεονέκτημα]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:15, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, helping, aiding, hence, like ὠφέλεια, use, service, advantage, S.OC401; σοὶ γὰρ ὠ. οὐκ ἔνι Id.El.1031.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
avantage, utilité.
Étymologie: ὠφελέω.
Russian (Dvoretsky)
ὠφέλησις: εως ἡ польза, выгода, помощь: σοὶ ὠ. οὐκ ἔνι Soph. нет (мне) от тебя помощи.
Greek (Liddell-Scott)
ὠφέλησις: -εως, ἡ, βοήθεια, ἐπικουρία· ὅθεν (καθόλου) ὡς τὸ ὠφέλεια, κέρδος, ὄφελος, Σοφ. Ο. Κ. 402· σοὶ γὰρ ὠφ. οὐκ ἔνι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1031.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α ὠφελῶ
1. βοήθεια, υποστήριξη
2. (γενικά) ωφέλεια, κέρδος.
Greek Monotonic
ὠφέλησις: -εως, ἡ, βοήθεια, επικουρία· όπως το ὠφέλεια, κέρδος, όφελος, βοήθεια, πλεονέκτημα, σε Σοφ.
Middle Liddell
ὠφέλησις, εως, from ὠφελέω, a helping, aiding; and so (generally) like ὠφέλεια, use, service, advantage, Soph.