ὑψίκερως: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ω;<br />aux hautes cornes.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[κέρας]].
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ω;<br />aux hautes cornes.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[κέρας]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίκερως:''' gen. κερω высокорогий ([[ἔλαφος]] Hom.; [[ταῦρος]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίκερως:''' -ων ([[κέρας]]), γεν. <i>-ω</i>, αυτός που έχει [[ψηλά]] κέρατα, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· επίσης κατά μεταπλασμό, αιτ., <i>ὑψικέρᾱτα πέτραν</i>, [[βράχος]] με ψηλή [[κορυφή]], σε Πίνδ. παρ' Αριστοφ.
|lsmtext='''ὑψίκερως:''' -ων ([[κέρας]]), γεν. <i>-ω</i>, αυτός που έχει [[ψηλά]] κέρατα, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· επίσης κατά μεταπλασμό, αιτ., <i>ὑψικέρᾱτα πέτραν</i>, [[βράχος]] με ψηλή [[κορυφή]], σε Πίνδ. παρ' Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίκερως:''' gen. κερω высокорогий ([[ἔλαφος]] Hom.; [[ταῦρος]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψί-κερως, ων, [[κέρας]]<br />[[high]]-[[horned]], Od., Soph.: —also metapl. acc. ἱψικέρᾱτα πέτραν a [[high]]-peaked [[rock]], Pind. ap. Ar.
|mdlsjtxt=ὑψί-κερως, ων, [[κέρας]]<br />[[high]]-[[horned]], Od., Soph.: —also metapl. acc. ἱψικέρᾱτα πέτραν a [[high]]-peaked [[rock]], Pind. ap. Ar.
}}
}}

Revision as of 22:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψίκερως Medium diacritics: ὑψίκερως Low diacritics: υψίκερως Capitals: ΥΨΙΚΕΡΩΣ
Transliteration A: hypsíkerōs Transliteration B: hypsikerōs Transliteration C: ypsikeros Beta Code: u(yi/kerws

English (LSJ)

ων, gen. ω, (< κέρας) high-horned, ἔλαφος Od. 10.158; ὑψίκερωφάσμα ταύρου S. Tr. 507 (lyr.); metaplast. acc., ὑψικέρατα πέτραν a high-peaked rock, Pi. Fr. 325; acc. fem., ὑψικέραν βοῦν B. 15.22.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ω;
aux hautes cornes.
Étymologie: ὕψι, κέρας.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίκερως: gen. κερω высокорогий (ἔλαφος Hom.; ταῦρος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίκερως: -ων, γεν. -ω, (κέρας) ὁ ἔχων ὑψηλὰ κέρατα, ἔλαφος Ὀδ. Κ. 158· ὑψίκερω… φάσμα ταύρου Σοφ. Τραχ. 507· ― ἔχομεν ὡσαύτως αἰτ. κατὰ μεταπλασμόν, ὑψικέρᾱτα πέτραν, βράχον ὑψικόρυφον, Πινδ. (Ἀποσπ. 285) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 597, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 658, Χοιροβ. 50. 12.

English (Autenrieth)

(κέρας): with lofty antlers, Od. 10.158†.

Greek Monotonic

ὑψίκερως: -ων (κέρας), γεν. , αυτός που έχει ψηλά κέρατα, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· επίσης κατά μεταπλασμό, αιτ., ὑψικέρᾱτα πέτραν, βράχος με ψηλή κορυφή, σε Πίνδ. παρ' Αριστοφ.

Middle Liddell

ὑψί-κερως, ων, κέρας
high-horned, Od., Soph.: —also metapl. acc. ἱψικέρᾱτα πέτραν a high-peaked rock, Pind. ap. Ar.