κλεπτίστατος: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κλεπτίστᾰτος:''' [superl. к [[κλέπτης]]<br /><b class="num">1)</b> [[самый вороватый]], [[самый опытный в плутнях]] Arph.;<br /><b class="num">2)</b> [[искуснейший в воровстве]] (χεῖρες Arst.; [[Ἑρμῆς]] Sext.).
|elrutext='''κλεπτίστᾰτος:''' [superl. к [[κλέπτης]]<br /><b class="num">1</b> [[самый вороватый]], [[самый опытный в плутнях]] Arph.;<br /><b class="num">2</b> [[искуснейший в воровстве]] (χεῖρες Arst.; [[Ἑρμῆς]] Sext.).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:40, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεπτίστατος Medium diacritics: κλεπτίστατος Low diacritics: κλεπτίστατος Capitals: ΚΛΕΠΤΙΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: kleptístatos Transliteration B: kleptistatos Transliteration C: kleptistatos Beta Code: klepti/statos

English (LSJ)

η, ον, Att. Sup.formed from κλέπτης, the most arrant thief, Ar.Pl.27, Alciphr.3.20, Procop.Arc.21; κλεπτίστατος θεός S.E.P.3.215; κλεπτίσταται χεῖρες Adam. 2.20: also Comp. κλεπτίστερος, α, ον, Suid. s.v. Νεοκλείδου.

German (Pape)

[Seite 1449] superl. wie von κλέπτης, der Diebischeste; Ar. Plut. 27; Eupolis bei Poll. 8, 34 (s. das Vor.); Ἑρμῆς S. Emp. pyrrh. 3, 215; χεῖρες Arist. physiogn. 2, 15.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
infâme voleur.
Étymologie: Sp. formé de κλέπτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλεπτίστατος zie κλέπτης.

Russian (Dvoretsky)

κλεπτίστᾰτος: [superl. к κλέπτης
1 самый вороватый, самый опытный в плутнях Arph.;
2 искуснейший в воровстве (χεῖρες Arst.; Ἑρμῆς Sext.).

Greek Monolingual

κλεπτίστατος, -άτη, -ον (Α)
(υπερθ. του κλέπτης) θρασύτατος και πολύ επιτήδειος κλέφτης, κλέφταρος, κλεφταράς («τῶν ἐμῶν γὰρ οἰκετῶν πιστότατον ἡγοῦμαί σε καὶ κλεπτίστατον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικός υπερθετικός βαθμός του ουσιαστικού κλέπτης, γλωσσοπλασία του Αριστοφάνη. Κατά το κλεπτίστατος πλάστηκε μεταγενέστερα και συγκριτικός βαθμός κλεπτίστερος].

Greek Monotonic

κλεπτίστατος: -η, -ον, υπερθ. επίθ. από το κλέπτης, ο πλέον διαβόητος κλέφτης, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κλεπτίστατος: -η, -ον, Ἀττ. ὑπερθ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ κλέπτης, ὁ τολμηρότατος καὶ ἐπιτηδειότατος κλέπτης, Ἀριστοφ. Πλ. 27, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 114, ἂν καὶ ἐν τῷ δευτέρῳ παραδείγματι παρὰ Πολυδ. Θ΄, 34, καλόν τι ἀντίγραφον ἔχει κλεπτίσκος, (ὑποκορ. τοῦ κλέπτης), Ἀλκίφρων 3. 20· ― συγκρ. -ίστερος, α, ον, Σουΐδ. ἐν λέξ. Νεοκλείδου.

Middle Liddell

κλεπτίστατος, η, ον [Sup. adj. formed from κλέπτης
the most arrant thief, Ar.