κυανέμβολος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κυανέμβολος -ον [κύανος, ἔμβολος] met donkergekleurde scheepsram. | |elnltext=κυανέμβολος -ον [κύανος, ἔμβολος] [[met donkergekleurde scheepsram]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:48, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, = κυανόπρῳρος, πρῷραι E.El.436, Ar.Ra.1318; τριήρεις Id.Eq.554.—Only in lyr.
German (Pape)
[Seite 1521] mit dunkelfarbigem Schnabel; τριήρεις, Ar. Equ. 554; πρῶραι, Ran. 1318; Eur. El. 436.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυανέμβολος -ον [κύανος, ἔμβολος] met donkergekleurde scheepsram.
Russian (Dvoretsky)
κυᾰνέμβολος: с темно-синим (корабельным) клювом (τριήρεις Arph.; πρῷραι Eur.).
Greek Monolingual
κυανέμβολος, -ον (Α)
κυανόπρωρος («καὶ κυανέμβολοι θοαὶ μισθοφόροι τριήρεις», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἔμ-βολος (< ἐμ-βάλλω), πρβλ. τρι-έμ-βολος, χαλκ-έμ-βολος].
Greek Monotonic
κυᾰνέμβολος: -ον (ἔμβολον) = κυανόπρῳρος, σε Ευρ., Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνέμβολος: -ον, = κυανόπρῳρος, πρῷραι Εὐρ. Ἠλ. 436. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1318· τριήρεις ὁ αὐτ. Ἱππ. 554.
Middle Liddell
κυᾰν-έμβολος, ον ἔμβολον = κυανόπρῳρος, Eur., Ar.]