κοτήεις: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κοτήεις -εσσα -εν [κότος] wrok koesterend.
|elnltext=κοτήεις -εσσα -εν [κότος] wrok koesterend.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κοτήεις]], εσσα, εν<br />[[wrathful]], [[jealous]], Il.
|mdlsjtxt=[[κοτήεις]], εσσα, εν<br />[[wrathful]], [[jealous]], Il.
}}
{{pape
|ptext=εσσα, εν, <i>[[zürnend]], [[grollend]], [[mißgünstig]]</i>; [[θεός]] νύ τίς ἐστι [[κοτήεις]] <i>Il</i>. 5.190; [[μνήμη]] κοτήεσσα, Eust.
}}
}}

Revision as of 16:41, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτήεις Medium diacritics: κοτήεις Low diacritics: κοτήεις Capitals: ΚΟΤΗΕΙΣ
Transliteration A: kotḗeis Transliteration B: kotēeis Transliteration C: kotieis Beta Code: koth/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, wrathful, jealous, θεός Il.5.191, cf. A.D.Adv.189.12.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
irrité ; vindicatif.
Étymologie: κότος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοτήεις -εσσα -εν [κότος] wrok koesterend.

Russian (Dvoretsky)

κοτήεις: ήεσσα, ῆεν разгневанный, раздраженный (θεός Hom.).

English (Autenrieth)

wrathful, Il. 5.191†.

Greek Monolingual

κοτήεις και κοτόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος οργή και έχθρα, οργισμένος, φθονερός, εκδικητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα -ήεις / -όεις (πρβλ. δενδρ-ήεις / κυκλ-όεις)].

Greek Monotonic

κοτήεις: -εσσα, -εν, οργισμένος, φθονερός, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κοτήεις: εσσα, εν, ὀργίλως διακείμενος, «θυμωμένος», θεὸς Ἰλ. Ε. 191. Μόνον Ἐπικ. ― Καθ’ Ἡσύχ. «κοτήεις στέφανος ἐξ ἐλαίας, ἢ ὀργίλως διακείμενος».

Middle Liddell

κοτήεις, εσσα, εν
wrathful, jealous, Il.

German (Pape)

εσσα, εν, zürnend, grollend, mißgünstig; θεός νύ τίς ἐστι κοτήεις Il. 5.190; μνήμη κοτήεσσα, Eust.