σιδηρεία: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σιδηρεία -ας, ἡ [σίδηρος] ijzerbewerking. | |elnltext=σιδηρεία -ας, ἡ [σίδηρος] [[ijzerbewerking]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:50, 29 November 2022
English (LSJ)
ἡ, working in iron, X.An.5.5.1.
German (Pape)
[Seite 879] Eisenarbeit, sowohl die bergmännische Gewinnung, als das Bearbeiten und Schmieden des Eisens, Xen. An. 5, 5, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
extraction du fer.
Étymologie: σιδηρεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιδηρεία -ας, ἡ [σίδηρος] ijzerbewerking.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρεία: ἡ добывание железа Xen.
Greek Monolingual
ἡ, Α σιδηρεύω
η εξόρυξη και η κατεργασία του σιδήρου.
Greek Monotonic
σῐδηρεία: ἡ (σίδηρος), κατεργασία σιδήρου, σιδηρομεταλλουργία, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρεία: ἡ, τὸ ἐργάζεσθαι τὸν σίδηρον, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 1.