γρυλίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
m (pape replacement)
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γρῡλίζω:''' ή [[γρυλλίζω]], Δωρ. βʹ πληθ. μέλ. <i>γρυλιξεῖτε</i>, [[γρυλλίζω]], [[μουγκρίζω]], λέγεται για τα γουρούνια, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''γρῡλίζω:''' ή [[γρυλλίζω]], Δωρ. βʹ πληθ. μέλ. <i>γρυλιξεῖτε</i>, [[γρυλλίζω]], [[μουγκρίζω]], λέγεται για τα γουρούνια, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[γρῦλος]]<br />to [[grunt]], of [[swine]], Ar.
|mdlsjtxt=[from [[γρῦλος]]<br />to [[grunt]], of [[swine]], Ar.
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], s. [[γρυλλίζω]].
}}
}}

Revision as of 16:39, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρῡλίζω Medium diacritics: γρυλίζω Low diacritics: γρυλίζω Capitals: ΓΡΥΛΙΖΩ
Transliteration A: grylízō Transliteration B: grylizō Transliteration C: grylizo Beta Code: gruli/zw

English (LSJ)

( γρυλλίζω is incorrect acc. to Phryn.PSp.58 B.), Dor. fut. γρυλιξεῖτε Ar.Ach. 746:—grunt, of swine, Ar.l.c., Pl.307, D. Chr.7.74; of a person, Procop.Arc.17.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): frec. var. γρυλλ-
• Morfología: [dór. fut. γρυλλιξεῖτε (var. γρυλι-) Ar.Ach.746]
gruñir los cerdos γρυλλιξεῖτε καὶ κοΐξετε Ar.Ach.l.c., cf. Pl.307, D.Chr.7.74, Phryn.PS 58, Poll.5.87, Zonar.
fig. de pers. gruñir, murmurar βασιλεὺς ... καθῆστο γρυλλίζων Procop.Arc.17.4, cf. Hsch.
sobre la distinta graf. γρυλ-, γρυλλ- Phryn.PS 58.
• Etimología: v. γρῦ.

French (Bailly abrégé)

grogner en parl. d'un porc.
Étymologie: cf. γρῦ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γρυλίζω γρῦ Dor. fut. 2 plur. γρυλλιξεῖτε, knorren van varkens.

Russian (Dvoretsky)

γρῡλίζω: хрюкать Arph.

Greek (Liddell-Scott)

γρῡλίζω: μεταγ. γρυλλίζω (Α. Β. 33, κτλ.)· Δωρ. μέλ. γρυλιξεῖτε Ἀριστοφ. Ἀχ. 746· -γρυλλίζω, «μουγκρύζω», ἐπὶ χοίρων, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλ. 307.

Greek Monolingual

γρυλισμός κ.λπ.
βλ. γρυλλίζω, γρυλλισμός κ.λπ.

Greek Monotonic

γρῡλίζω: ή γρυλλίζω, Δωρ. βʹ πληθ. μέλ. γρυλιξεῖτε, γρυλλίζω, μουγκρίζω, λέγεται για τα γουρούνια, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[from γρῦλος
to grunt, of swine, Ar.

German (Pape)

[ῡ], s. γρυλλίζω.