κρειοδόκος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κρειοδόκος -ον [κρέας, δέχομαι] vlees bevattend.
|elnltext=κρειοδόκος -ον [κρέας, δέχομαι] vlees bevattend.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρειοδόκος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[κρειοδόκος]] ἐσχάρη» — [[σχάρα]] [[πάνω]] στην οποία τοποθετούνται κομμάτια [[κρέας]] για [[ψήσιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρειο</i>- ([[πρβλ]]. <i>κρε</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> [[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[βουδόκος]], [[μηλοδόκος]].
|mltxt=[[κρειοδόκος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[κρειοδόκος]] ἐσχάρη» — [[σχάρα]] [[πάνω]] στην οποία τοποθετούνται κομμάτια [[κρέας]] για [[ψήσιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρειο</i>- ([[πρβλ]]. <i>κρε</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> [[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[βουδόκος]], [[μηλοδόκος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[Fleisch]] [[aufnehmend]], [[enthaltend]]</i>, [[σκαφίς]] [[Aristo]] 1 (VI.306).
}}
}}

Revision as of 17:02, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρειοδόκος Medium diacritics: κρειοδόκος Low diacritics: κρειοδόκος Capitals: ΚΡΕΙΟΔΟΚΟΣ
Transliteration A: kreiodókos Transliteration B: kreiodokos Transliteration C: kreiodokos Beta Code: kreiodo/kos

English (LSJ)

ον, containing flesh, AP6.306.8 (Aristo).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit ou conserve de la viande.
Étymologie: κρέας, δέκομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρειοδόκος -ον [κρέας, δέχομαι] vlees bevattend.

Russian (Dvoretsky)

κρειοδόκος: Anth. = κρεηδόκος.

Greek (Liddell-Scott)

κρειοδόκος: -ον, περιέχων, περιλαμβάνων, δεχόμενος κρέατα, Ἀνθ. Π. 6. 306· πρβλ. κρεηδόκος.

Greek Monolingual

κρειοδόκος, -ον (Α)
φρ. «κρειοδόκος ἐσχάρη» — σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούνται κομμάτια κρέας για ψήσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρειο- (πρβλ. κρεο-) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. βουδόκος, μηλοδόκος.

German (Pape)

Fleisch aufnehmend, enthaltend, σκαφίς Aristo 1 (VI.306).