λινόπτερος: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=linopteros
|Transliteration C=linopteros
|Beta Code=lino/pteros
|Beta Code=lino/pteros
|Definition=ον, [[sail-winged]], λ. ναυτίλων ὀχήματα <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>468</span>.
|Definition=λινόπτερον, [[sail-winged]], λ. ναυτίλων ὀχήματα A.''Pr.''468.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόπτερος Medium diacritics: λινόπτερος Low diacritics: λινόπτερος Capitals: ΛΙΝΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: linópteros Transliteration B: linopteros Transliteration C: linopteros Beta Code: lino/pteros

English (LSJ)

λινόπτερον, sail-winged, λ. ναυτίλων ὀχήματα A.Pr.468.

German (Pape)

[Seite 49] mit leinenen Flügeln, ναυτίλων ὀχήματα, d. i. mit Segeln, Aesch. Prom. 466.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ailes (càd aux voiles) de lin.
Étymologie: λίνον, πτερόν.

Russian (Dvoretsky)

λῐνόπτερος: с льняными крыльями, окрыленный парусами (ναυτίλων ὀχήματα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόπτερος: -ον, ὁ ἔχων τὰ λινᾶ ἱστία ὡς πτέρυγας, λ. ναυτίλων ὀχήματα, «τὰ δίκην πτερῶν λινᾶ ἱστία ἔχοντα» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 468.

Greek Monolingual

λινόπτερος, -ον (Α)
(ποιητ. για πλοία) αυτός που έχει λινά ιστία ως πτέρυγες («λινόπτερα ναυτίλων ὀχήματα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. κυανόπτερος, χρυσόπτερος].

Greek Monotonic

λῐνόπτερος: -ον (πτερόν), αυτός που έχει λινά πανιά, λέγεται για πλοία, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λῐνό-πτερος, ον πτερόν
sail-winged, of ships, Aesch.

English (Woodhouse)

furnished with sails

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)