διαβόητος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διαβόητος]], ον [from [[διαβοάω]]<br />noised [[abroad]], [[famous]], Plut.
|mdlsjtxt=[[διαβόητος]], ον [from [[διαβοάω]]<br />noised [[abroad]], [[famous]], Plut.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[ausgeschrieen]], [[bekannt]]</i>, [[χρησμός]] Plut. <i>Lyc</i>. 5; τοῦ φόνου διαβοήτου γενομένου Hdn. 4.4.19; bes. <i>[[berühmt]]</i>, [[seltener]] [[berüchtigt]], ἐπί τινι, [[wegen]] etwas, Plut. <i>Lucull</i>. 6; Luc. <i>Alex</i>. 4.
}}
}}

Revision as of 16:49, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβόητος Medium diacritics: διαβόητος Low diacritics: διαβόητος Capitals: ΔΙΑΒΟΗΤΟΣ
Transliteration A: diabóētos Transliteration B: diaboētos Transliteration C: diavoitos Beta Code: diabo/htos

English (LSJ)

ον, noised abroad, noised about, noised around, famous, infamous, Plu.Lyc.5, Hdn. 4.4.8; ἐφ' ὥρᾳ καὶ λαμυρίᾳ Plu.Luc.6, cf. X.Eph.1.2, D.Chr.3.72, Luc. Alex.4.

Spanish (DGE)

-ον
1 conocido, célebre, famoso ref. a cosas y abstr. χρησμός Plu.Lyc.5, ὁ μέλλων γάμος X.Eph.1.7.3, cf. 5.9.8, διαβόητα δ' ἐστὶν καὶ τὰ ἐπὶ Κρατίνῳ τῷ Ἀθηναίῳ γενόμενα Ath.602c, τὰ διαβόητα τρία βιβλία D.L.8.15, τοῦ φόνου διαβοήτου γενομένου Hdn.4.4.8, ἡ φήμη Hdn.5.3.10, cf. Didym.Gen.211.1, Sch.A.R.1.1068-9
ref. pers. ἐπὶ δικαιοσύνῃ I.AI 9.182, ἐφ' ὥρᾳ καὶ λαμυρίᾳ Plu.Luc.6, cf. Luc.Alex.4, D.Chr.3.72, A.Io.20.3, ἐπ' εὐταξίᾳ καὶ σωφροσύνῃ δ. ἦν ὑμῶν ἡ πόλις D.Chr.33.48, cf. 31.39, ἐπὶ κακίαις CPR 5.4ue.1 (III d.C.), ἐπὶ καλοῦ καὶ ἐπὶ κακοῦ Lex.Vind.s.u. ἐπιβόητος.
2 celebrado ἦν δὲ δ. τοῖς θεωμένοις ἅπασιν Ἀνθία ἡ καλή X.Eph.1.2.7, νίκη I.AI 7.309, 8.284.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 crié de tous côtés, publié, proclamé;
2 vanté, célèbre.
Étymologie: διαβοάω.

Russian (Dvoretsky)

διαβόητος: общеизвестный, знаменитый (χρησμός Plut.; ἐπί τινι Plut., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

διαβόητος: -ον, περὶ οὗ μέγας θόρυβος γίνεται, ἐξάκουστος (ἐπ' ἀρετῇ), ἐπί τινι Πλούτ. Λουκ. 6, Ξεν. Ἐφ. 1. 2 (ἐπὶ κακίᾳ), Λουκ. Ψευδ. 4, Δί. Χρυσόστ. 1, 125, Πλούτ. Λυκούργ. 5. Πρβλ. περιβόητος καὶ ἐπιβόητος. - Ἐπίρρ. διαβοήτως Θ. Στουδ. σ. 1073 (Migne).

Greek Monolingual

-η, -ο διαβοώ (AM διαβόητος, -η, -ο)
νεοελλ.
(με μειωτική σημασία) αυτός που καταγγέλλεται και περιφρονείται από την κοινωνία στην οποία ζει για πράξεις που αποκλίνουν από τον κώδικα του ηθικού ή κοινωνικού βίου
αρχ.-μσν.
περιβόητος, ξακουστός.

Greek Monotonic

διαβόητος: -ον, ξακουστός, περιλάλητος, διάσημος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

διαβόητος, ον [from διαβοάω
noised abroad, famous, Plut.

German (Pape)

ausgeschrieen, bekannt, χρησμός Plut. Lyc. 5; τοῦ φόνου διαβοήτου γενομένου Hdn. 4.4.19; bes. berühmt, seltener berüchtigt, ἐπί τινι, wegen etwas, Plut. Lucull. 6; Luc. Alex. 4.