εὐπαρακολούθητος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐπαρακολούθητος]], -ον)<br />(για [[κείμενα]] ή εκθέσεις γεγονότων, ιδεών <b>κ.λπ.</b>) αυτός που παρακολουθείται εύκολα, ο [[ευνόητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρακολουθεί εύκολα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «εὐπαρακολούθητοι<br /> | |mltxt=-η, -ο (Α [[εὐπαρακολούθητος]], -ον)<br />(για [[κείμενα]] ή εκθέσεις γεγονότων, ιδεών <b>κ.λπ.</b>) αυτός που παρακολουθείται εύκολα, ο [[ευνόητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρακολουθεί εύκολα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «εὐπαρακολούθητοι<br />ὀξεῖς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῖς». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπαρακολουθήτως</i> (Α)<br />με τρόπο ευπαρακολούθητο, ευνόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παρ</i>-[[ακολουθώ]] ([[πρβλ]]. <i>δυσ</i>-<i>παρ</i>-<i>ακολούθητος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:10, 13 October 2022
English (LSJ)
ον, A easy to follow, of a narrative, argument, etc., Plb.4.28.6, Hero Bel.73.12, D.H.Pomp.6.2; τοῦ εὐ. ἕνεκα Arist. EN1108a19. Adv. -τως D.H.Th.37. II Act., quick to follow, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1086] dem man leicht folgen kann, verständlich; τὸ εὐπ., neben σαφήνεια, Arist. Eth. 2, 7; εὐπ. καὶ σαφές D. Hal. censur. vett. scriptt. 3, 3, öfter, auch adv. so, οὐκ εὐπαρακολουθήτως ἡρμηνευμένον Iud. Thuc. 37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l'on peut suivre facilement, facile à comprendre.
Étymologie: εὖ, παρακολουθέω.
Russian (Dvoretsky)
εὐπαρᾰκολούθητος: легко прослеживаемый, простой для понимания (ἡ διήγησις Polyb.): τοῦ εὐπαιακολουθήτου ἕνεκεν Arst. для легкости понимания.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπαρᾰκολούθητος: -ον, ὃν εὐκόλως παρακολουθεῖ τις, ἐπὶ διηγήσεως, ἐπιχειρήματος λογικοῦ, κτλ. Πολύβ. 4. 28, 6, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6· τοῦ εὐπαρακολουθήτου ἕνεκα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 11. - Ἐπίρρ. - τως, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 37. ΙΙ. εὐκόλως ἀκολουθῶν, «εὐπαρακολούθητοι· ὀξεῖς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῖς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐπαρακολούθητος, -ον)
(για κείμενα ή εκθέσεις γεγονότων, ιδεών κ.λπ.) αυτός που παρακολουθείται εύκολα, ο ευνόητος
αρχ.
1. αυτός που παρακολουθεί εύκολα
2. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπαρακολούθητοι
ὀξεῖς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῖς».
επίρρ...
εὐπαρακολουθήτως (Α)
με τρόπο ευπαρακολούθητο, ευνόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ-ακολουθώ (πρβλ. δυσ-παρ-ακολούθητος)].
Greek Monotonic
εὐπαρᾰκολούθητος: -ον (παρακολουθέω), αυτός που εύκολα μπορεί κάποιος να τον παρακολουθήσει, λέγεται για επιχείρημα, σε Αριστ.
Middle Liddell
εὐ-παρᾰκολούθητος, ον παρακολουθέω
easy to follow, of an argument, Arist.