εὔχυμος: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eychymos | |Transliteration C=eychymos | ||
|Beta Code=eu)/xumos | |Beta Code=eu)/xumos | ||
|Definition= | |Definition=εὔχυμον,<br><span class="bld">A</span> [[well-flavoured]], Posidon.3J.; πρὸς τὴν ἐδωδὴν εὔχυμος Arist.GA763b7: Comp., Plu.2.690a.<br><span class="bld">II</span> [[productive of healthy humours]], [[wholesome]], Hp.Aff. 55, Gal.17(2).876.<br><span class="bld">III</span> [[plump]], [[in good condition]], Ptol.Tetr.144. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:12, 25 August 2023
English (LSJ)
εὔχυμον,
A well-flavoured, Posidon.3J.; πρὸς τὴν ἐδωδὴν εὔχυμος Arist.GA763b7: Comp., Plu.2.690a.
II productive of healthy humours, wholesome, Hp.Aff. 55, Gal.17(2).876.
III plump, in good condition, Ptol.Tetr.144.
German (Pape)
[Seite 1110] = εὔχυλος, wohlschmeckend, Posidon. bei Ath. XIV, 649 d; Medic.; εὐχυμότερος, Plut. gymp. 6, 3 E.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'un bon suc ; d'une saveur agréable;
Cp. εὐχυμότερος.
Étymologie: εὖ, χυμός.
Russian (Dvoretsky)
εὔχῡμος: досл. сочный, перен. вкусный (πρὸς τὴν ἐδωδήν Arst.; εὔ. καὶ τρόφιμος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔχῡμος: -ον, ἔχων καλὸν χυμόν, Ποσειδώνιος, παρ’ Ἀθην. 649D· πρὸς τὴν ἐδωδὴν εὔχ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, ἐν τέλει. - Συγκρ., ἡ ὑγρότης εὐχυμότερα ποιεῖ Πλούτ. 2. 690Α. -Ἐπίρρ., εὐχύμως, Ροῦφ. Ἐφεσ. σ. 125, ἔκδ. Ruelle.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔχυμος, -ον)
1. αυτός που έχει καλό και άφθονο χυμό, χυμώδης, ζουμερός
2. εύγευστος, γευστικός, νόστιμος
αρχ.
1. ο δημιουργός καλών, υγεινών χυμών
2. γεν. αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση.
επίρρ...
εὐχύμως (Α)
με εύχυμο τρόπο, με καλή χημική κατάσταση, υγιεινά.