3,251,689
edits
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κατασταλτικός]], -ή, -όν) [[καταστέλλω]]<br />αυτός που έχει τη [[δύναμη]], την [[ικανότητα]] ή την [[εξουσία]] να καταστέλλει (α. «κατασταλτικά [[μέτρα]]» β. «κατασταλτική [[πολιτική]]» γ. «[[κατασταλτικός]] [[νόμος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατευναστικός]], [[καταπραϋντικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ήσυχος]], [[ατάραχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατασταλτικά</i> και -<i>ώς</i><br />με κατασταλτικό τρόπο. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[κατασταλτικός]], -ή, -όν) [[καταστέλλω]]<br />αυτός που έχει τη [[δύναμη]], την [[ικανότητα]] ή την [[εξουσία]] να καταστέλλει (α. «κατασταλτικά [[μέτρα]]» β. «κατασταλτική [[πολιτική]]» γ. «[[κατασταλτικός]] [[νόμος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατευναστικός]], [[καταπραϋντικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ήσυχος]], [[ατάραχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατασταλτικά</i> και -<i>ώς</i><br />με κατασταλτικό τρόπο. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ή, όν, <i>[[geeignet]] [[zurückzuhalten]], zu [[hemmen]], [[hemmend]]</i>, φάρμακα, Medic., wie [[μέλη]] κ. den διεγερτικὰ τῆς ψυχῆς entggstzt sind, S.Emp. <i>adv.mus</i>. 19. | |||
}} | }} |