μέσσατος: Difference between revisions
κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μέσσᾰτος, η, ον [irreg. Sup. of [[μέσσος]], [[μέσος]]<br />midmost, Il.; [[attic]] [[μέσατος]], Ar. | |mdlsjtxt=μέσσᾰτος, η, ον [irreg. Sup. of [[μέσσος]], [[μέσος]]<br />midmost, Il.; [[attic]] [[μέσατος]], Ar. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=poet. = [[μέσατος]], für [[μέσος]], Hom., ἐν μεσσάτῳ, = ἐν μέσῳ, <i>Il</i>. 8.223, 11.6. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 24 November 2022
English (LSJ)
η, ον, irreg. Sup. of μέσσος, midmost, ἐν μεσσάτῳ for ἐν μέσῳ, Il.8.223; Att. μέσατος, υἱός Ar.V.1502, cf. Men.267, Theoc. 21.19, IG14.2012A33 (Sulp. Max.), Opp.C.1.112, D.P.204:—in later Ep. μεσσάτιος, Call.Dian.78, D.P.296, Opp.C.4.442. (For the form, cf. νέατος, τρίτος τρίτατος.)
French (Bailly abrégé)
v. μέσατος.
Russian (Dvoretsky)
μέσσατος: эп. = μέσατος.
Greek (Liddell-Scott)
μέσσᾱτος: -η, -ον, ἀρχαῖον ἀνώμαλον ὑπερθετ. τοῦ μέσσος, μέσσος, ὁ μεσαίτατος, ἐν μεσσάτῳ, ἀντὶ ἁπλῶς: ἐν μέσῳ, Ἰλ. Θ. 223., Λ. 6· Ἀττ. μέσατος, Ἀριστοφ. Σφ. 1502, Μένανδρ. ἐν «Καρχηδονίοις» 7, Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4579· -ὑπάρχει δὲ καὶ μεταγεν. Ἐπικ. τύπος μεσσάτιος, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 78. (Περὶ τοῦ τύπου πρβλ. νέος νέατος, τρίτος τρίτατος.)
English (Autenrieth)
(sup. to μέσος): in the very middle, Il. 8.223 and Il. 11.6.
Greek Monolingual
μέσσατος, αττ. τ. μέσατος, -η, -ον, επικ. τ. μεσσάτιος, -α, -ον (Α)
1. ο μεσαίος, αυτός που βρίσκεται στο μέσο
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μέσατος
ο διαιτητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι σχηματισμένος κατά τα έσχατος, νείατος, αλλά δεν χρησιμοποιείται ως υπερθετικό. Στη Μυκηναϊκή, εξάλλου, μαρτυρούνται οι τ. mesato, mesata].
Greek Monotonic
μέσσᾰτος: -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του μέσσος, μέσος, αυτός που είναι ακριβώς στη μέση, σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ. μέσατος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
μέσσᾰτος, η, ον [irreg. Sup. of μέσσος, μέσος
midmost, Il.; attic μέσατος, Ar.
German (Pape)
poet. = μέσατος, für μέσος, Hom., ἐν μεσσάτῳ, = ἐν μέσῳ, Il. 8.223, 11.6.