μεταπείθω: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεταπείθω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''μεταπείθω:'''<br /><b class="num">1</b> [[переубеждать]], [[разубеждать]] (τινὰ περί τινος Arph.): ἀποροῦντες δὲ μεταπεῖσαι αὐτούς Lys. не будучи в состоянии переубедить их;<br /><b class="num">2</b> med.-pass. [[менять мнение]] (ἀκούσαντες [[ταῦτα]], μετεπείσθησαν Xen.; τὸ πειθόμενον καὶ μεταπειθόμενον Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:55, 25 November 2022
English (LSJ)
change a man's persuasion, Ar.Ach.626, Lys.9.7, D. 18.228:—Pass., to be persuaded to change, Pl.R.413b, X.HG7.1.14, Isoc.3.47, D.Prooem.28.
German (Pape)
[Seite 152] umstimmen, zu etwas Anderem bereden; τὸν δῆμον περὶ τῶν σπονδῶν, Ar. Ach. 601; ἢ διδάσκοντι ἢ μεταπείθοντι, Plat. Rep. III, 399 b; μετεπείσθησαν, Xen. Hell. 7, 1, 4; Dem. 18, 228; Sp., wie Luc. adv. ind. 25.
French (Bailly abrégé)
faire changer de résolution, dissuader ; Pass. se laisser persuader de, changer de sentiment.
Étymologie: μετά, πείθω.
Russian (Dvoretsky)
μεταπείθω:
1 переубеждать, разубеждать (τινὰ περί τινος Arph.): ἀποροῦντες δὲ μεταπεῖσαι αὐτούς Lys. не будучи в состоянии переубедить их;
2 med.-pass. менять мнение (ἀκούσαντες ταῦτα, μετεπείσθησαν Xen.; τὸ πειθόμενον καὶ μεταπειθόμενον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταπείθω: μεταβάλλω τὴν πεποίθησίν τινος, πείθω αὐτὸν εἰς ἄλλο τι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 626, Λυσίας 115. 1, Δημ. 305. 1· - Παθ., τοὺς μεταπεισθέντας Πλάτ. Πολ. 413Β, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 14.
Greek Monolingual
(Α μεταπείθω)
πείθω κάποιον να αλλάξει γνώμη ή απόφαση, μεταβάλλω τη γνώμη ή την πεποίθηση κάποιου (α. «προσπάθησα να τον μεταπείσω αλλά εκείνος δεν μέ άκουσε» β. «διδάσκοντι ἤ μεταπείθοντι ἑαυτὸν ἐπέχοντα», Πλάτ.).
Greek Monotonic
μεταπείθω: μέλ. -σω, αλλάζω την πεποίθηση ενός ανθρώπου, σε Αριστοφ., Δημ. — Παθ., έχω πειστεί να αλλάξω (άποψη), σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
fut. σω
to change a man's persuasion, Ar., Dem.:—Pass. to be persuaded to change, Plat., etc.