Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νεφελώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[νεφελώδης]], -ῶδες) [[νεφέλη]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] με σύννεφα, [[νεφοσκεπής]], [[συννεφιασμένος]] («[[νεφελώδης]] [[ουρανός]]»)<br /><b>2.</b> όμοιος με [[σύννεφο]] («[[νεφελώδης]] [[κονιορτός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αόριστος]], [[ασαφής]], [[ακαθόριστος]], συγκεχυμένος, [[θολός]] («ο [[λόγος]] του ήταν [[νεφελώδης]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για οφθαλμό) αυτός που παρουσιάζει [[θολερότητα]].
|mltxt=-ες (Α [[νεφελώδης]], -ῶδες) [[νεφέλη]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] με σύννεφα, [[νεφοσκεπής]], [[συννεφιασμένος]] («[[νεφελώδης]] [[ουρανός]]»)<br /><b>2.</b> όμοιος με [[σύννεφο]] («[[νεφελώδης]] [[κονιορτός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αόριστος]], [[ασαφής]], [[ακαθόριστος]], συγκεχυμένος, [[θολός]] («ο [[λόγος]] του ήταν [[νεφελώδης]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για οφθαλμό) αυτός που παρουσιάζει [[θολερότητα]].
}}
{{pape
|ptext=ες, = [[νεφελοειδής]]; Arist. <i>Probl</i>. 26.20; Polyaen. 4.6.13.
}}
}}

Revision as of 16:52, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφελώδης Medium diacritics: νεφελώδης Low diacritics: νεφελώδης Capitals: ΝΕΦΕΛΩΔΗΣ
Transliteration A: nephelṓdēs Transliteration B: nephelōdēs Transliteration C: nefelodis Beta Code: nefelw/dhs

English (LSJ)

ες, A cloudy, bringing clouds, ὁ νότος Arist.Pr.942a37; κόνις Polyaen.4.6.13. II clouded, of the eye, Gal.10.1019.

Russian (Dvoretsky)

νεφελώδης: Arst. = νεφελοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

νεφελώδης: -ες, πλήρης νεφελῶν, ὁ φέρων νεφέλας, ὁ νότος Ἀριστ. Προβλ. 26. 20.

Greek Monolingual

-ες (Α νεφελώδης, -ῶδες) νεφέλη
1. γεμάτος με σύννεφα, νεφοσκεπής, συννεφιασμένοςνεφελώδης ουρανός»)
2. όμοιος με σύννεφονεφελώδης κονιορτός»)
νεοελλ.
μτφ. αόριστος, ασαφής, ακαθόριστος, συγκεχυμένος, θολός («ο λόγος του ήταν νεφελώδης»)
αρχ.
(για οφθαλμό) αυτός που παρουσιάζει θολερότητα.

German (Pape)

ες, = νεφελοειδής; Arist. Probl. 26.20; Polyaen. 4.6.13.