νώτισμα: Difference between revisions
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />ce | |btext=ατος (τό) :<br />ce qu'on a sur le dos.<br />'''Étymologie:''' [[νωτίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 22:20, 11 December 2022
English (LSJ)
ατος, τό, (νωτίζω II) that which covers the back, e.g. wings, Trag.Adesp.541.
German (Pape)
[Seite 273] τό, was man auf dem Rücken hat, von den Flügeln der Sphinx, poet. bei Stob. fl. 64, 32.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce qu'on a sur le dos.
Étymologie: νωτίζω.
Russian (Dvoretsky)
νώτισμα: ατος τό украшение спины (о крыльях Сфинкса) Eur.
Greek (Liddell-Scott)
νώτισμα: τό, (νωτίζω) τὸ καλύπτον τὰ νῶτα, π.χ. πτέργυγες, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ (?) παρὰ Στοβ. 403. 1, ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοίν. 663.
Greek Monolingual
νώτισμα, τὸ (Α) νωτίζω
καθετί που φέρει κάποιος στα νώτα του.
Greek Monotonic
νώτισμα: -ατος, τό (νωτίζω), αυτό που καλύπτει την πλάτη, λέγεται για φτερά, σε Ευρ.
Middle Liddell
νώτισμα, ατος, τό, νωτίζω
that which covers the back, of wings, Eur.