οὐδαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui est sur terre, terrestre;<br /><b>2</b> qui habite sous terre, souterrain;<br /><b>3</b> qui sort de terre (source).<br />'''Étymologie:''' [[οὖδας]].
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> [[qui est sur terre]], [[terrestre]];<br /><b>2</b> [[qui habite sous terre]], [[souterrain]];<br /><b>3</b> qui sort de terre (source).<br />'''Étymologie:''' [[οὖδας]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:18, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδαῖος Medium diacritics: οὐδαῖος Low diacritics: ουδαίος Capitals: ΟΥΔΑΙΟΣ
Transliteration A: oudaîos Transliteration B: oudaios Transliteration C: oudaios Beta Code: ou)dai=os

English (LSJ)

α, ον, and ος, ον, A on the ground, Orph.A.394, etc. II like χθόνιος, under the earth, infernal, of Persephone, Lyc.49,698; of Zeus, AP14.123 (Metrod.), D.P.789.

German (Pape)

[Seite 408] auf dem Erdboden, χαμεύνη, Orph. Arg. 396; irdisch, Nonn.; auch unterirdisch, Κρονίδης, = Hades, Dion. Per. 789; κόρα, Lycophr. 698.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui est sur terre, terrestre;
2 qui habite sous terre, souterrain;
3 qui sort de terre (source).
Étymologie: οὖδας.

Russian (Dvoretsky)

οὐδαῖος: Anth. = χθόνιος.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδαῖος: -α, -ον, ὡς τὸ χθόνιος, ὁ ἐπὶ τῆς γῆς, γήϊνος. Ὀρφ. Ἀργ. 396, κτλ. ΙΙ. ὑπὸ τὴν γῆν, ὑπόγειος, ὡς τὸ καταχθόνιος, ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, Λυκόφρ. 49, 698· ἐπὶ τοῦ Πλούτωνος, Ἀνθ. Π. 14. 123, Διον. Π. 789.

Greek Monolingual

οὐδαῖος, -αία, -ον, θηλ. και -ος (Α)
1. αυτός που βρίσκεται πάνω στη γη, γήινος («χάσματος οὐδαίοιο δυσήνεμος ἔρχεται ὀδμή», Νόνν.)
2. (για την Περσεφόνη) αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, αυτός που ανήκει στον Κάτω Κόσμο («οὐδαίαν θεόν», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖδας «έδαφος» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αίος)].

Greek Monotonic

οὐδαῖος: -α, -ον (οὖδας), γήινος, χθόνιος, λέγεται για τον Πλούτωνα, σε Ανθ.

Middle Liddell

οὐδαῖος, η, ον οὖδας
infernal, of Pluto, Anth.