προεμπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προεμπίπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[первым или ранее впадать]], [[врываться]] (Plut.; οἱ Αἰτωλοὶ προεμπεπτωκότες Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[устремляться]] (εἰς γνῶσιν Diog. L.).
|elrutext='''προεμπίπτω:'''<br /><b class="num">1</b> [[первым или ранее впадать]], [[врываться]] (Plut.; οἱ Αἰτωλοὶ προεμπεπτωκότες Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[устремляться]] (εἰς γνῶσιν Diog. L.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:40, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεμπίπτω Medium diacritics: προεμπίπτω Low diacritics: προεμπίπτω Capitals: ΠΡΟΕΜΠΙΠΤΩ
Transliteration A: proempíptō Transliteration B: proempiptō Transliteration C: proempipto Beta Code: proempi/ptw

English (LSJ)

A fall on or into before, ἡ βολὴ π. τῷ ὕδατι Hld.9.5; attack first, Ael.Tact.37.6; take the first step, εἰς γνῶσιν D.L.4.39. 2 protrude into, c. dat., Gal.UP 7.7; προεμπίπτει τὰ χείλη, of a bear trying to bite a net, Plu.2.918f.

German (Pape)

[Seite 719] (s. πίπτω), vorher hineinfallen, hineingerathen, Plut. de prim. fr. 7, l. d.

French (Bailly abrégé)

f. προεμπεσοῦμαι, ao.2 προενέπεσον, etc.
tomber auparavant dans ou sur, τινι.
Étymologie: πρό, ἐμπίπτω.

Russian (Dvoretsky)

προεμπίπτω:
1 первым или ранее впадать, врываться (Plut.; οἱ Αἰτωλοὶ προεμπεπτωκότες Polyb.);
2 устремляться (εἰς γνῶσιν Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

προεμπίπτω: ἐμπίπτω πρότερον, ἡ βολὴ πρ. τῷ ὕδατι Ἡρόδ. 9. 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 948Α· προεμπίπτειν εἰς γνῶσιν, Διογ. Λ. 4. 39.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. πέφτω προηγουμένως μέσα σε κάτι
2. προωθώ προς τα μέσα
αρχ.
1. επιτίθεμαι, εφορμώ πρώτος
2. κάνω το πρώτο βήμα, κάνω την αρχή σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐμπίπτω «πέφτω μέσα, επιτίθεμαι»].