προσυπογράφω: Difference between revisions
τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosypografo | |Transliteration C=prosypografo | ||
|Beta Code=prosupogra/fw | |Beta Code=prosupogra/fw | ||
|Definition=[ᾰ], < | |Definition=[ᾰ],<br><span class="bld">A</span> [[sketch out besides]], τι τῇ διανοίᾳ Longin. 14.2, cf. Ph.1.577, D.L.6.103: abs., Ph.1.590.<br><span class="bld">II</span> [[subjoin]], Ptol. ''Phas.''p.10 H.; [[add below in writing]], PMag.Lond.121.804. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ],
A sketch out besides, τι τῇ διανοίᾳ Longin. 14.2, cf. Ph.1.577, D.L.6.103: abs., Ph.1.590.
II subjoin, Ptol. Phas.p.10 H.; add below in writing, PMag.Lond.121.804.
German (Pape)
[Seite 785] noch dazu oder mit darunter schreiben, einen Umriß entwerfen, Longin. 14, 2.
Russian (Dvoretsky)
προσυπογράφω: (ᾰ) сверх того описывать, еще очерчивать (τι Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
προσυπογράφω: [ᾰ], σχεδιάζω προσέτι, Λογγῖν. 14, Φίλων 1. 590, Διογ. Λ. 6. 103.
Greek Monolingual
ΝΑ ὑπογράφω
νεοελλ.
1. υπογράφω μαζί με άλλους, συνυπογράφω («το έγγραφο προσυπέγραψαν και τα μέλη του συμβουλίου που ήταν απόντα στην προηγούμενη συνεδρίαση»)
2. μτφ. εγκρίνω, αποδέχομαι απολύτως κάτι
αρχ.
1. σχεδιάζω κάτι ακόμη
2. επισυνάπτω κάτι
3. προσθέτω κάτι καθώς γράφω.