συνεκθλίβω: Difference between revisions

From LSJ

κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συνθλίβω]], [[ζουλώ]] («συνεκθλίβει τὸ ὑγρὸν εἰς τὴν σικύαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[αποβάλλω]] φθόγγο ή δίφθογγο στην [[αρχή]] ή στο [[τέλος]] λέξης συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκθλίβω]] «[[πιέζω]], [[στείβω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συνθλίβω]], [[ζουλώ]] («συνεκθλίβει τὸ ὑγρὸν εἰς τὴν σικύαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[αποβάλλω]] φθόγγο ή δίφθογγο στην [[αρχή]] ή στο [[τέλος]] λέξης συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκθλίβω]] «[[πιέζω]], [[στείβω]]»].
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], <i>mit oder [[zugleich]] [[ausdrücken]], [[herauspressen]]</i>, Arist. <i>Probl</i>. 4.2.
}}
}}

Revision as of 16:59, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκθλίβω Medium diacritics: συνεκθλίβω Low diacritics: συνεκθλίβω Capitals: ΣΥΝΕΚΘΛΙΒΩ
Transliteration A: synekthlíbō Transliteration B: synekthlibō Transliteration C: synekthlivo Beta Code: sunekqli/bw

English (LSJ)

[ῑ], squeeze out together, Arist.Pr.876b1 (Pass.): Gramm. (cf. ἔκθλιψις), Sch.Heph.p.106C.

Russian (Dvoretsky)

συνεκθλίβω: (ῑ) выжимать, выдавливать (συνεκθλίβεσθαι ἔκ τινος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεκθλίβω: [ῑ], ἐκθλίβω ὁμοῦ, ἐκπιέζω, διὰ τῆς πιέσεως ἐξάγω, Ἀριστ. Προβλ. 4. 2, 1. 2) γραμμ., ἐκθλίβω ὁμοῦ, ἀποκόπτω, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. σ. 20.

Greek Monolingual

Α
1. συνθλίβω, ζουλώ («συνεκθλίβει τὸ ὑγρὸν εἰς τὴν σικύαν», Πλούτ.)
2. γραμμ. αποβάλλω φθόγγο ή δίφθογγο στην αρχή ή στο τέλος λέξης συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκθλίβω «πιέζω, στείβω»].

German (Pape)

[ῑ], mit oder zugleich ausdrücken, herauspressen, Arist. Probl. 4.2.