ταρβόσυνος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br />effrayé, épouvanté.<br />'''Étymologie:''' [[τάρβος]]. | |btext=η, ον :<br />[[effrayé]], [[épouvanté]].<br />'''Étymologie:''' [[τάρβος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:40, 8 January 2023
English (LSJ)
η, ον, affrighted or affrighting, φόβος A.Th. 240 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1071] erschrocken, furchtsam, φόβος, Aesch. Spt. 222.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
effrayé, épouvanté.
Étymologie: τάρβος.
Russian (Dvoretsky)
ταρβόσῠνος: устрашенный, охваченный страхом: ταρβόσυνος φόβος Aesch. паническое бегство.
Greek (Liddell-Scott)
ταρβόσυνος: -η, -ον, τάρβος ἐμποιῶν, δεινός, τρομερός, ταρβ. φόβος Αἰσχύλ. Θήβ. 240.
Greek Monolingual
-ύνη, -ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που προκαλεί φόβο, φοβερός, τρομακτικός
2. αυτός που κατέχεται από φόβο, ο φοβισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ουσ. ταρβοσύνη (πρβλ. γηθοσύνη: γηθόσυνος)].