ἀμετρία: Difference between revisions

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
mNo edit summary
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄμετρος]]<br />[[excess]], [[disproportion]], Plat., etc.
|mdlsjtxt=[[ἄμετρος]]<br />[[excess]], [[disproportion]], Plat., etc.
}}
{{trml
|trtx====[[immensity]]===
Ancient Greek: [[ἄβυσσος]], [[ἀκαταληψία]], [[ἀμετρησίη]], [[ἀμετρία]], [[ἀμπτυχή]], [[ἀναπτυχή]], [[ἀπληστία]], [[ἀχάνεια]], [[πέλαγος]], [[τὸ ἀπειρομεγέθες]], [[τὸ ἄπειρον]], [[τὸ ἀσυνείκαστον]]; Bulgarian: огромност; Catalan: immensitat; Czech: nezměrnost, ohromnost; Irish: aibhse, aibhseacht, áibhle, dearmháile, ollmhéid; Italian: [[immensità]], [[oceano]], [[immanità]]; Latin: [[immanitas]]; Latvian: milzīgums, gigantiskums; Manx: ard-vooadys; Portuguese: [[imensidade]]; Spanish: [[inmensidad]]
}}
}}

Revision as of 21:22, 2 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετρία Medium diacritics: ἀμετρία Low diacritics: αμετρία Capitals: ΑΜΕΤΡΙΑ
Transliteration A: ametría Transliteration B: ametria Transliteration C: ametria Beta Code: a)metri/a

English (LSJ)

ἡ, A excess, disproportion, opp. συμμετρία, Pl.Ti.87d, cf. R.486d, Heraclit.All.8, Alex.Aphr.Pr.1.112, etc. b want of moderation, Arist.VV1251b15. 2 infinity, countless number, κακῶν Pl.Ax.367a (in pl.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Ep.14
I 1desmesura, exceso, desproporción op. συμμετρία Pl.Sph.228c, Ti.87d, op. ἐμμετρία Pl.Phlb.52c, R.486d
c. gen. ἀμετρίη αὐτέης (sc. χολῆς) Hp.Ep.17 (p.356), ἡδονῶν Ph.1.235, ἐπιθυμιῶν καὶ πάντων Ph.1.439, ἑαυτῆς (κακίας) Hero Def.136.49, παρρησίας Plu.2.66d, ἀ. γαστρὸς καὶ κλοπαὶ πατρῴων χρημάτων excesos en el comer y robos del dinero paterno Plu.2.12b, ἀ. τοῦ θερμότητος Alex.Aphr.Pr.1.112, ἡ τῶν γυναικῶν περὶ τὸν θρῆνον ἀ. Luc.Luct.19
abs. Hp.Ep.14, Arist.VV 1251b15, Demetr.Eloc.4, Heraclit.All.8, Plu.2.6c, 1014e, Aret.CA 1.1.21, Alb.30.5
tb. exceso doctrinal, extravagancia causante de herejías τὴν ἀμφοτέρων ἀμετρίαν φεύγουσα Chrys.M.48.667.
2 infinitud, inmensidad κακῶν ἀμετρίαι innumerables miserias Pl.Ax.367a, τῶν ἐν μέτρῳ ἡ ἀ. ref. a Dios, Dion.Ar.DN M.3.588A.
3 inconveniencia, inoportunidad γάμου χρόνου συμμετρία τε καὶ ἀ. Pl.Lg.925a.
II 1desacuerdo rítmico ἐν τῷ ποδὶ πρὸς τὴν λύραν ἀ. Pl.Clit.407c.
2 faltas métricas, incorrección en el verso ἐνίων ἐπῶν Iust.Phil.Coh.Gr.M.6.309A.

German (Pape)

[Seite 123] ἡ, Überschreitung des Maaßes, Übermaaß, bei Plat., der συμμετρία, Tim. 87 d (wie Legg. X, 925 a τοῦ τῶν γάμων χρόνου, Unangemessenheit, vgl. Clit. 407 c ἡ ἐν τῷ ποδὶ πρὸς τὴν λύραν ἀμ.), u. ἐμμετρία, Rep. VI, 486 d, entgegengesetzt; Unmäßigkeit, ἡ τῶν γυναικῶν περὶ τὸν θρῆνον ἀμ. Luc. Luct. 18; γαστρός Plut.; unermeßliche Menge, Plat. Ax. 367 a.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque de mesure, excès.
Étymologie: ἄμετρος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμετρία:
1) несообразность, несоразмерность (τοῦ τῶν γάμων χρόνου Plat.): ἡ ἐν τῷ ποδὶ πρὸς τὴν λύραν ἀ. Plat. несоответствие между (отбиванием такта) ногой и лирой;
2) неумеренность, чрезмерность (τοῦ λόγου Plut.): ἀ. γαστρός Plut. обжорство; ἀ. περί τι Luc. неумеренность в чем-л.;
3) безмерность, бесчисленность (κακῶν ἀμετρίαι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετρία: ἡ, (ἄμετρος) ὑπερβολή, ἀσυμμετρία, δυσαναλογία, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ συμμετρία, ἐμμετρία, Πλάτ. Τίμ. 89D, Πολ. 486D, κτλ. 2) τὸ ἄπειρον, ἀνυπολόγιστος ἀριθμός, ὁ αὐτ. Ἀξ. 367Α, κατὰ πληθ.

Greek Monolingual

η (Α ἀμετρία) ἄμετρος
έλλειψη μέτρου, υπερβολή, δυσαναλογία, ασυμμετρία (αντίθ. του συμμετρία)
αρχ.
1. έλλειψη μέτρου ή μετριοπάθειας
2. άπειρο, αμέτρητο πλήθος.

Greek Monotonic

ἀμετρία: ἡ (ἄμετρος), υπερβολή, ασυμμετρία, δυσαναλογία, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἄμετρος
excess, disproportion, Plat., etc.

Translations

immensity

Ancient Greek: ἄβυσσος, ἀκαταληψία, ἀμετρησίη, ἀμετρία, ἀμπτυχή, ἀναπτυχή, ἀπληστία, ἀχάνεια, πέλαγος, τὸ ἀπειρομεγέθες, τὸ ἄπειρον, τὸ ἀσυνείκαστον; Bulgarian: огромност; Catalan: immensitat; Czech: nezměrnost, ohromnost; Irish: aibhse, aibhseacht, áibhle, dearmháile, ollmhéid; Italian: immensità, oceano, immanità; Latin: immanitas; Latvian: milzīgums, gigantiskums; Manx: ard-vooadys; Portuguese: imensidade; Spanish: inmensidad