ἀργυρόηλος: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[silver]]-[[studded]], Hom. | |mdlsjtxt=[[silver]]-[[studded]], Hom. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit silbernen Nägeln od. [[Buckeln]] [[geziert]]</i>, Hom. [[öfters]] [[θρόνος]] [[ἀργυρόηλος]], [[ξίφος]] ἀργυρόηλον; [[φάσγανον]] ἀργυρόηλον <i>Il</i>. 14.405, 23.807. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:57, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, silver-studded, ξίφος Il.2.45; θρόνος Od.7.162, etc.
Spanish (DGE)
(ἀργῠρόηλος) -ον
tachonado de plata ξίφος Il.2.45, φάσγανος Il.14.405, μαχαίριον Clem.Al.Paed.2.3.37, θρόνος Il.18.389, Od.7.162.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
garni de clous d'argent.
Étymologie: ἄργυρος, ἦλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠρόηλος: усаженный серебряными гвоздями (θρόνος, ξίφος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρόηλος: -ον, ὁ ἀργυροῖς ἥλοις διαπεπαρμένος, ξίφος ἀργρυλόηλον Ἰλ. Β. 45· θρόνος Ὀδ. Η. 162, κτλ.
English (Autenrieth)
(ἦλος): ornamented with silver nails or knobs, silver-studded; ξιφος, θρόνος, φάσγανον, Il. 2.45, η 1, Il. 14.405.
Greek Monolingual
ἀργυρόηλος, -ον (Α)
ο διακοσμημένος με ασημένια καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ήλος «καρφί»].
Greek Monotonic
ἀργῠρόηλος: -ον, αυτός που έχει καρφωθεί με ασημένια καρφιά, σε Όμηρ.
Middle Liddell
German (Pape)
mit silbernen Nägeln od. Buckeln geziert, Hom. öfters θρόνος ἀργυρόηλος, ξίφος ἀργυρόηλον; φάσγανον ἀργυρόηλον Il. 14.405, 23.807.