ἀστυγείτων: Difference between revisions
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀστυγείτων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀστυγείτων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1</b> [[соседний]], [[сопредельный]] (σκοπαί Aesch.; [[πόλις]] Eur., Her., Plut.);<br /><b class="num">2</b> Arst. = [[ἀστυγειτονικός]].<br /><b class="num">[[ἀστυγείτων|ἀστῠγείτων]]:</b> ονος ὁ соседнее государство, сопредельная страна Her., Thuc. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:45, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A near or bordering on a city, σκοπαί A.Ag.309; πόλιες Hdt.6.99, cf. 9.122, E.Hipp.1161, Plu.Rom.23; πόλεμοι Arist.Pol.1330a18. 2 as substantive, neighbour to the city, borderer, Hdt.2.104, 5.66, Th.1.15, X.HG1.3.2., SIG633.10 (Milet., ii B.C.), etc.
Spanish (DGE)
-ον gen. -ονος
1 vecino, limítrofe σκοπαί A.A.309, πόλιες Hdt.6.99, τῶν ἐγγὺς ἀστυγειτόνων Πελοποννησίων Th.4.44, cf. E.Hipp.1161, LXX 2Ma.6.8, Plu.Rom.23
•como subst. gener. en plu. οἱ ἀ. los vecinos οἱ ἀστυγείτονες ἐπολέμουν Th.1.15, cf. Hdt.2.104, 5.66, Isoc.8.87, D.23.39, X.HG 1.3.2, Plb.1.6.3, Milet 1(3).150.10 (II a.C.), CRIA 6.12 (I a.C.), Aristaenet.1.15.56, A.D.Adu.136.25, D.Chr.40.6, 45.6, D.C.68.10.3.
2 que es entre ciudades vecinas o limítrofes πόλεμος Arist.Pol.1330a18, Plb.4.45.5.
German (Pape)
[Seite 379] ονος, der Stadt benachbart, σκοπαί Aesch. Ag. 300; πόλις Eur. Hipp. 1161; Her. 6, 99; Din. 1, 24; πόλεμοι, Kriege mit den Stadtnachbarn, Arist. pol. 7, 9; Pol. 21, 7; πόλις Plut. Rom. 23; gew. οἱ, Gränznachbarn, Her. 1, 30 u. öfter; Thuc. 1, 15 Dem. 59, 106.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
voisin d'une ville, proche d'une ville ; voisin, limitrophe en parl. de la ville elle-même ; voisin de frontière.
Étymologie: ἄστυ, γείτων.
Russian (Dvoretsky)
ἀστυγείτων: 2, gen. ονος
1 соседний, сопредельный (σκοπαί Aesch.; πόλις Eur., Her., Plut.);
2 Arst. = ἀστυγειτονικός.
ἀστῠγείτων: ονος ὁ соседнее государство, сопредельная страна Her., Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστῠγείτων: -ον, γεν. ονος, τῷ ἄστει γειτνιῶν, ἀστυγειτονικός, ἀστυγείτονας σκοπὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 309˙ πόλεις Ἡρόδ. 6. 99, πρβλ. 9. 122, Εὐρ. Ἱππ. 1161˙ καὶ τὸ πρὸς τοὺς ἀστυγείτονας πολέμους Ἀριστ. Πολ. 7. 10, 11. 2) ὡς οὐσιαστ. ὁ γειτνιάζων τῇ πόλει, ὅμορος, γείτων, Ἡρόδ. 2. 104., 5. 66, Θουκ. 1. 15, κτλ.
Greek Monolingual
ἀστυγείτων (-ονος), ο (Α) γείτων
1. αυτός που βρίσκεται κοντά στην πόλη, ο γειτονικός
2. ως ουσ. αυτός που γειτονεύει με την πόλη, ο γείτονας.
Greek Monotonic
ἀστῠγείτων: -ον, γεν. -ονος,
1. κοντινός ή γειτονικός σε μια πόλη, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
2. ως ουσ., γειτονικός σε μια πόλη, γειτνιάζων, όμορος, σε Ηρόδ., Θουκ.
Middle Liddell
[gen. ονος]
1. near or bordering on a city, Hdt., Aesch.
2. as substantive a neighbour to the city, a borderer, Hdt., Thuc.