ἐπιβόσκομαι: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epivoskomai | |Transliteration C=epivoskomai | ||
|Beta Code=e)pibo/skomai | |Beta Code=e)pibo/skomai | ||
|Definition=of cattle, < | |Definition=of cattle,<br><span class="bld">A</span> [[graze]] or [[feed upon]], σεύτλοις Batr.54:—Pass., to [[be fed upon]], [[eaten]] [[down]], τὰ ἐπιβοσκόμενα [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.6.3.<br><span class="bld">2</span>. [[feed on]], [[draw its nutriment]] [[from]], αἶαν Nic.''Th.''68: metaph., [[devour]], of poison, ib.430; of fire, Hdn.1.14.5.<br><span class="bld">3</span>. metaph., [[haunt]], [[visit]], θεοὶ ἐ. γῆν Max.Tyr. 19.6.<br><span class="bld">II</span>. [[feed among]], ποίμνῃς Mosch.2.82. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
of cattle,
A graze or feed upon, σεύτλοις Batr.54:—Pass., to be fed upon, eaten down, τὰ ἐπιβοσκόμενα Thphr. HP 3.6.3.
2. feed on, draw its nutriment from, αἶαν Nic.Th.68: metaph., devour, of poison, ib.430; of fire, Hdn.1.14.5.
3. metaph., haunt, visit, θεοὶ ἐ. γῆν Max.Tyr. 19.6.
II. feed among, ποίμνῃς Mosch.2.82.
German (Pape)
[Seite 930] (s. βόσκω), darauf weiden, sich nähren, πράσοις χλοεροῖς Batrach. 54; ποίμνῃς Mosch. 2, 82; übh. verzehren, πάντα, vom Feuer, Hdn. 1, 14, 9; so nass., Theophr.
French (Bailly abrégé)
1 se repaître de, τινι;
2 paître parmi, τινι.
Étymologie: ἐπί, βόσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβόσκομαι: пастись, питаться (σελίνοις Batr.; ὄνος ἐπιβοσκόμενος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβόσκομαι: Μέσ., τρέφομαι μέ τι, οὐ τρώγω ῥαφάνους, οὐ κράμβας, οὐ κολοκύντας, οὐ σεύτλοις χλωροῖς ἐπιβόσκομαι οὐδὲ σελίνοις Βατραχομ. 54.- Παθ., κἂν κολοβωθῇ τὰ φύλλα καθάπερ ἐν τοῖς ἐπιβοσκομένοις, δηλ. ἀγροῖς, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 3. 2) τρέφομαι ἔκ τινος, ἀντλῶ τὴν τροφὴν μου ἔκ τινος, αἶαν Νικ. Θ. 68·- μεταφ., κατατρώγω, διαβιβρώσκω, ἐπὶ δηλητηρίου, αὐτόθι 430· ἐπὶ πυρός, κατακαίω, καταστρέφω, πάντα ἐπιὸν τὸ πῦρ ἐπεβόσκετο Ἡρωδιαν. 1. 14, 9. ΙΙ. βόσκομαι, τρέφομαι μεταξύ, ποίμνῃς ἐπιβόσκεται Μόσχ. 2. 82.
Greek Monolingual
ἐπιβόσκομαι, (Α)
1. τρέφομαι με κάτι
2. τρέφομαι ανάμεσα σε άλλους
3. κατατρώγω, καταστρέφω
4. βρίσκω από κάπου την τροφή μου
5. επισκέπτομαι.
Greek Monotonic
ἐπιβόσκομαι: Μέσ.,
I. λέγεται για ζώα (κυρίως βοοειδή), βόσκω ή τρέφομαι με, τινι, σε Βατραχομ.
II. βόσκω, τρέφομαι μεταξύ του κοπαδιού, με δοτ., σε Μόσχ.
Middle Liddell
I. Mid., of cattle, to graze or feed upon, τινι Batr.
II. to feed among the herd, c. dat., Mosch.