ἑρσήεις: Difference between revisions
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἑρσήεις:''' и [[ἐερσήεις]], ήεσσα, ῆεν, gen. εντος<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἑρσήεις:''' и [[ἐερσήεις]], ήεσσα, ῆεν, gen. εντος<br /><b class="num">1</b> [[покрытый росой]], [[росистый]] ([[λωτός]] Hom.; [[κύπειρος]] HH; [[λειμών]] Anth.);<br /><b class="num">2</b> словно умытый росой, т. е. свежий, не подвергшийся тлению (ἐ. καὶ [[πρόσφατος]] χεῖται Hom. - о теле убитого Гектора). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:30, 25 November 2022
English (LSJ)
Ep. ἐερσ- (Dor. ἑρσάεις Hymn.Is.167), εσσα, εν, dewy, λωτόν θ' ἑρσήεντα Il.14.348; λειμών AP9.668.3 (Marian.): metaph., of a corpse, οἷον ἐερσήεις κεῖται fresh, Il.24.419; νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ πρόσφατος..κεῖσαι ib.757.
German (Pape)
[Seite 1035] εσσα, εν, ep. auch ἐερσήεις, thauig, bethaut, saftig, frisch, λωτός Il. 14, 348; übertr. vom getödteten Hektor, ἑρσήεις καὶ πρόσφατος κεῖσαι 24, 757, οἷον ἐερσήεις κεῖται 419, noch frisch, eben gestorben, nicht in Verwesung übergegangen; κύπειρος H. h. Merc. 107; λειμών Mar. Schol. 2 (IX, 668); οὔρεα Anyt. 8 (Plan. 231).
French (Bailly abrégé)
et ἐερσήεις;
ήεσσα, ῆεν;
couvert de rosée, baigné de rosée.
Étymologie: ἕρση et ἐέρση.
Russian (Dvoretsky)
ἑρσήεις: и ἐερσήεις, ήεσσα, ῆεν, gen. εντος
1 покрытый росой, росистый (λωτός Hom.; κύπειρος HH; λειμών Anth.);
2 словно умытый росой, т. е. свежий, не подвергшийся тлению (ἐ. καὶ πρόσφατος χεῖται Hom. - о теле убитого Гектора).
Greek (Liddell-Scott)
ἑρσήεις: Ἐπικ. ἐερσ-, εσσα, εν, δροσερός, πλήρης δρόσου, λωτὸν ἑρσήεντα Ἰλ. Ξ. 348˙ λειμὼν Ἀνθ. Π. 9. 668, κτλ˙ μεταφ. ἐπὶ πτώματος, οἷον ἐερσήεις κεῖται, δροσερός, Ἰλ. Ω. 419˙ νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ πρόσφατος ἐν μεγάροισι κεῖσαι, περὶ τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Ἕκτορος, αὐτόθι 757.
English (Autenrieth)
εσσα, ἐερσήεις (ϝέρση): dewy, fresh, Il. 14.348, Il. 24.419, 757.
Greek Monolingual
ἑρσήεις, -εσσα, -εν και επικ. τ. ἐερσήεις, -εσσα, -εν και δωρ. ἑρσάεις, -εσσα, -εν (Α) έρση
1. δροσερός, ολόδρομος («ἑρσήεις λειμών»)
2. (για πτώμα) αυτός που μόλις πέθανε, αυτός που δεν έχει υποστεί ακόμη σήψη, ο νωπός, ο πρόσφατος.
Greek Monotonic
ἑρσήεις: Επικ. ἐερσ-, -εσσα, -εν, δροσοσκέπαστος, δροσερός, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για πτώμα, νέος, πρόσφατος, στο ίδ.
Middle Liddell
[from ἔρσα
dewy, dew-besprent, Il.: metaph. of a corpse, fresh, Il.