ὀδάξω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
m (Text replacement - "d’u" to "d'u")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀδάξω:''' (act. только inf. ὤδαξον; pass.: fut. ὀδάξομαι, part. ὠδαγμένος)<br /><b class="num">1)</b> [[кусать]] (σάρκα Anth.; καρδίαν ὠδαγμένος Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[быть укушенным]], [[чувствовать боль от укуса]]: τὸν ὦμον ὤδαξον Xen. у меня плечо зудело от укуса.
|elrutext='''ὀδάξω:''' (act. только inf. ὤδαξον; pass.: fut. ὀδάξομαι, part. ὠδαγμένος)<br /><b class="num">1</b> [[кусать]] (σάρκα Anth.; καρδίαν ὠδαγμένος Soph.);<br /><b class="num">2</b> [[быть укушенным]], [[чувствовать боль от укуса]]: τὸν ὦμον ὤδαξον Xen. у меня плечо зудело от укуса.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:45, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδάξω Medium diacritics: ὀδάξω Low diacritics: οδάξω Capitals: ΟΔΑΞΩ
Transliteration A: odáxō Transliteration B: odaxō Transliteration C: odakso Beta Code: o)da/cw

English (LSJ)

impf. A ὤδαξον X.Smp.4.28:—more freq. in Med. ὀδάξομαι, Hp.Gland. 12,Mul.2.171 (ἀδάξεται codd.), Dsc.Alex.2, Aret.SD2.5 :—Pass., pf. part., μοιχὸς . . καρδίαν ὠδαγμένος S.Fr.1127 : plpf. ὠδάγμην Hsch.: —also ὀδαξάω, Thphr.Sign.30 :—Med. ὀδαξάομαι, Hp.Mul.1.90, D.S.3.29, Ph.2.332, Dsc.2.124, Ael.NA7.35 (ὀδαξέομαι v.l. in Ph. and Dsc. Il.cc.):—Act., feel pain or irritation, τὸν δεξιὸν [πόδα] Thphr. l.c.; τὸν ὦμον X.l.c.:—Med., scratch oneself, D.S.l.c., cj. in Thphr. Char.19.4 (ἀδαξ-). II ὀδάξει· τοῖς ὀδοῦσι δάκνει, Hsch.; cause irritation, AB340, Suid., Phot. (where ἀδαξῆσαι); ἀδαξῶντα irritants, Hp.Mul.1.18 codd. opt. : fut. ὀδαξήσεται ib.2.154 : pres. ὀδάξεται is an irritant, ib.160; ὀδάξονται μυκτῆρας Id.Gland.13 : c. acc., ὠδάξατο σάρκα nibbled at it, AP9.86 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 291] u. ὀδάξομαι, Hippocr. u. sonst, gew. ὀδαξάω, ion. ὀδαξέω, u. alle diese Formen auch ion. mit α, ἀδάξω, ἀδαξέω, beißen, stechen, ein Jucken verursachen, u. pass. ein Stechen, Jucken empfinden, u. dah. auch sich kratzen, reiben, Hippocr. u. Folgde; ὥςπερ ὑπὸ θηρίου τινὸς δεδηγμένος τόν τε ὦμον πλεῖον ἢ πέντε ἡμέρας ὤδαξον (v.l. ὠδάξουν), Xen. Conv. 4, 28; ὀδαξᾶσθαι, D. Sic. 3, 29 (v.l. ὀδάξασθαι); Ael. H. A. 7, 35; ὠδάξατο, Antiphan. 22 (IX, 86); auch übertr., καρδίαν ὠδαγμένος Soph. frg. 708, Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. ὤδαξον;
Pass. f. ὀδάξομαι, part. pf. ὠδαγμένος;
souffrir d'une morsure, de démangeaison.
Étymologie: ὀδάξ.

Russian (Dvoretsky)

ὀδάξω: (act. только inf. ὤδαξον; pass.: fut. ὀδάξομαι, part. ὠδαγμένος)
1 кусать (σάρκα Anth.; καρδίαν ὠδαγμένος Soph.);
2 быть укушенным, чувствовать боль от укуса: τὸν ὦμον ὤδαξον Xen. у меня плечо зудело от укуса.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδάξω: παρατ. ὤδαξον, (ὀδὰξ) αἰσθάνομαι δῆξιν, δηκτικὸν πόνον, ἐρεθισμόν, Ξεν. Συμπ. 4, 28· συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὀδάξομαι, Ἱππ. 272. 41 καὶ 51., 663. 21 (ἔνθα ἀδάξεται), Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμ. 2, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρονικ. Παθ. 2. 5· οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., καρδίαν ὠδαγμένος, ἐν στίχῳ ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Σοφ. (Ἀποσπ. 708)· ὑπερσ. ὠδάγμην, «ἐκνησάμην» Ἡσύχ.· οὕτω καὶ ὀδαξάομαι Ἱππ. 633. 26, Διόδ. 3. 29, Αἰλ. π. Ζ. 7. 35· -έομαι Διοσκ. 2. 150. ΙΙ. = δάκνω, δαγκάνω, Ἡσύχ. - Κατὰ τὰ Α. Β. 340, 28 «ἀδαξῆσαι: τὸ κνῆσαι, οὐκ ἐν τῷ õ ὀδαξῆσαι. καὶ ἀδαχεῖν τὸ κνήθειν» Σουΐδ. ἐν λέξει ἀδαξῆσαι, Φώτ. ἐν λέξ. ἀδαξῆσαι: οὕτως ἐν τῷ μέσ., Ἱππ. 598. 49 (ἔνθα ὁ Littré (8. 58) ἀναγινώσκει ἀδαξῶντα), 660. 28· μετ’ αἰτ., ὠδάξατο σάρκα, ἔδακειν, Ἀνθ. Ρ. 9. 86.

Greek Monolingual

ὀδάξω και ὀδαξῶ και ἀδαξῶ, -άω (Α)
1. δαγκώνω
2. (συν. το μέσ.) ὀδάξομαι και ὀδαξῶμαι, -άομαι και ὀδαξοῦμαι, -έομαι
προκαλώ κνησμό ή πόνο με δάγκωμα ή τσίμπημα
3. αισθάνομαι φαγούρα ή πόνο που οφείλεται, κυρίως σε δάγκωμα
4. προκαλώ αμυχές στο δέρμα μου, γρατσουνί-ζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. οδάξ].

Greek Monotonic

ὀδάξω: παρατ. ὤδαξον (ὀδάξ), αισθάνομαι δάγκωμα, έντονο πόνο, αισθάνομαι ερεθισμό, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὀδάξω, [ὀδαξ]
to feel a biting, stinging pain, feel irritation, Xen.