διαπρέπεια: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπρέπεια''': ἡ, [[μεγαλοπρέπεια]], Ἑβδ. Ἀκύλ. καὶ Σύμμαχ. Δευτερ. λγ΄, 17, Ψαλμ. κη΄, 2, ρθ΄, 3.
|lstext='''διαπρέπεια''': ἡ, [[μεγαλοπρέπεια]], Ἑβδ. Ἀκύλ. καὶ Σύμμαχ. Δευτερ. λγ΄, 17, Ψαλμ. κη΄, 2, ρθ΄, 3.
}}
{{trml
|trtx====[[magnificence]]===
Catalan: magnificència; Finnish: suurenmoisuus; Greek: [[λαμπρότητα]], [[μεγαλείο]], [[μεγαλοπρέπεια]]; Ancient Greek: [[ἀγλαΐα]], [[ἀγλαΐη]], [[διαπρέπεια]], [[δόξα]], [[δόξις]], [[λαμπρότης]], [[μεγαλειότης]], [[μεγαλοεργία]], [[μεγαλομοιρία]], [[μεγαλοπραγμοσύνη]], [[μεγαλοπρέπεια]], [[μεγαλοπρεπείη]], [[μεγαλοψυχία]], [[παράστασις]], [[περιφάνεια]], [[σεμνότης]], [[τὸ διαπρεπές]], [[τὸ σεμνόν]], [[ὑπερφύεια]], [[φιλοτίμημα]] Latin: [[magnificentia]]; Malayalam: ഉജ്ജ്വലത; Maori: marutunatanga; Middle English: deynte; Portuguese: [[magnificência]]; Spanish: [[magnificencia]]
}}
}}

Revision as of 09:53, 25 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπρέπεια Medium diacritics: διαπρέπεια Low diacritics: διαπρέπεια Capitals: ΔΙΑΠΡΕΠΕΙΑ
Transliteration A: diaprépeia Transliteration B: diaprepeia Transliteration C: diaprepeia Beta Code: diapre/peia

English (LSJ)

ἡ, magnificence, Aq.Ps.28(29).2,al.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ grandeza Aq.Ps.28.2.

German (Pape)

[Seite 598] ἡ, die Pracht, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

διαπρέπεια: ἡ, μεγαλοπρέπεια, Ἑβδ. Ἀκύλ. καὶ Σύμμαχ. Δευτερ. λγ΄, 17, Ψαλμ. κη΄, 2, ρθ΄, 3.

Translations