παλίμποινος: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παλίμποινος -ον [πάλιν, ποινή] subst. τὰ παλίμποινα vergelding.
|elnltext=παλίμποινος -ον [[[πάλιν]], [[ποινή]]] subst. τὰ παλίμποινα vergelding.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:59, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίμποινος Medium diacritics: παλίμποινος Low diacritics: παλίμποινος Capitals: ΠΑΛΙΜΠΟΙΝΟΣ
Transliteration A: palímpoinos Transliteration B: palimpoinos Transliteration C: palimpoinos Beta Code: pali/mpoinos

English (LSJ)

ον, A retributive, δίκαι Max.17. II παλίμποινα, τά, retribution, repayment, A.Ch.793 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 449] wieder vergeltend, τὸ παλ., die Vergeltung, Rache, Aesch. Ch. 782.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propr. qui châtie en retour ; τὰ παλίμποινα ESCHL châtiment, vengeance.
Étymologie: πάλιν, ποινή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίμποινος -ον [πάλιν, ποινή] subst. τὰ παλίμποινα vergelding.

Greek Monolingual

παλίμποινος, -ον (Α)
1. αυτός που ανταποδίδει, εκδικητικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παλίμποινα
ανταπόδοση, εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -ποινος (< ποινή)].

Greek Monotonic

πᾰλίμποινος: -ον (ποινή), εκδικητικός· παλίμποινα, τά, εκδίκηση, εξόφληση, αποπληρωμή, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμποινος: -ον, ὁ ἀνταποδίδων, ἐκδικητικός, δίκαι Μάξιμ. π. καταρχ. 17. ΙΙ. παλίμποινα, τά, ἀνταπόδοσις, πληρωμή, ἐκδίκησις, Αἰσχύλ. Χο. 793.

Middle Liddell

πᾰλίμ-ποινος, ον, [ποινη]
retributive: παλίμποινα, ων, τά, retribution, repayment, Aesch.