ἀνάσχεσις: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(CSV import)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνάσχεσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[поднятие]] (χειρός Plut. - [[varia lectio|v.l.]]);<br /><b class="num">2)</b> [[восход]] (τοῦ ἡλίου Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[устранение]], [[прекращение]] (τῶν δεινῶν Plut.).
|elrutext='''ἀνάσχεσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[поднятие]] (χειρός Plut. - [[varia lectio|v.l.]]);<br /><b class="num">2</b> [[восход]] (τοῦ ἡλίου Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[устранение]], [[прекращение]] (τῶν δεινῶν Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:20, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάσχεσις Medium diacritics: ἀνάσχεσις Low diacritics: ανάσχεσις Capitals: ΑΝΑΣΧΕΣΙΣ
Transliteration A: anáschesis Transliteration B: anaschesis Transliteration C: anaschesis Beta Code: a)na/sxesis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀνέχομαι) A holding up, lifting up, προβοσκίδος, of an elephant, Plu.2.972b. 2 holding in suspense, τῶν δεινῶν Id.Num.13. 3 ἀ. ἡλίου rising of the sun, Arist.Mu.393b2(pl.).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 salida ἡλίου Arist.Mu.393b2
elevación προβοσκίδος Plu.2.972b.
2 suspensión τῶν δεινῶν Plu.Num.13.

German (Pape)

[Seite 210] ἡ, 1) das sich Erheben, ἡλίου, Sonnenaufgang, Arist. mund. 3, 10. – 2) das Ertragen, Dulden, Plut. Num. 13 τῶν δεινῶν.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 lever du soleil;
2 suspension ou cessation (d'un fléau).
Étymologie: ἀνέχω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάσχεσις: εως ἡ
1 поднятие (χειρός Plut. - v.l.);
2 восход (τοῦ ἡλίου Arst.);
3 устранение, прекращение (τῶν δεινῶν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάσχεσις: -εως, ἡ, (ἀνέχομαι) τὸ ἀνέχεσθαι, ἀνοχή, καρτέρησις, τῶν δεινῶν Πλουτ. Νουμ. 13. 2) ἀν. ἡλίου, ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου, Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 10· πρβλ. ἀνατολή, ἀνοχή.

Greek Monotonic

ἀνάσχεσις: -εως, ἡ (ἀνέχομαι), ανοχή, εγκαρτέρηση, τῶν δεινῶν, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[ἀνέχομαι]
a taking on oneself, endurance, τῶν δεινῶν Plut.

Mantoulidis Etymological

(=ἀνοχή, καρτέρηση). Ἀπό τό ἀνέχω ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις ἀνοχή, ἀνοχεύς, ἀνεκτός (=ὑποφερτός), ἀνεκτέος, ἀνεκτικός, ἀνασχετός (=ὑποφερτός). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἔχω.