ρυμός: Difference between revisions

From LSJ
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ῥυμός]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> μικρό επίμηκες [[ξύλο]], κάθετο στον άξονα άμαξας, από τις δύο πλευρές του οποίου ζεύονται τα ζώα, [[τιμόνι]]<br /><b>2.</b> το ξύλινο ή μεταλλικό πρόσθιο [[άκρο]] του αρότρου στο οποίο προσαρμόζεται ο [[ζυγός]] και το οποίο χρησιμεύει για την [[έλξη]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> σιδερένια [[δοκός]], από τις δύο πλευρές της οποίας ζεύονταν τα οπίσθια άλογα της ομοζυγίας του παλαιού πεδινού πυροβολικού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιμάντας]] με τον οποίο το [[άλογο]] σέρνει τήν [[άμαξα]]<br /><b>2.</b> [[κορμός]] δέντρου [[κατάλληλος]] για [[κάψιμο]], το [[κούτσουρο]]<br /><b>3.</b> η [[τροχιά]] διάττοντα αστέρα<br /><b>4.</b> <b>πιθ.</b> [[στοίχος]], [[σειρά]]<br /><b>5.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) (στους Ροδίους) [[βάρος]]<br /><b>6.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ζύγισμα]]<br /><b>7.</b> τρείς αστέρες στον αστερισμό της Άρκτου<br /><b>8.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τάξις]] ἢ έμμέλεια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ <i>ῥῡ</i>- του [[ἐρύω]] «[[σύρω]], [[τραβώ]]» [<b>βλ. λ.</b> [[ἐρύω]] (Ι)] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θυ</i>-<i>μός</i>, <i>χυ</i>-<i>μός</i>)].
|mltxt=ο / [[ῥυμός]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> μικρό επίμηκες [[ξύλο]], κάθετο στον άξονα άμαξας, από τις δύο πλευρές του οποίου ζεύονται τα ζώα, [[τιμόνι]]<br /><b>2.</b> το ξύλινο ή μεταλλικό πρόσθιο [[άκρο]] του αρότρου στο οποίο προσαρμόζεται ο [[ζυγός]] και το οποίο χρησιμεύει για την [[έλξη]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> σιδερένια [[δοκός]], από τις δύο πλευρές της οποίας ζεύονταν τα οπίσθια άλογα της ομοζυγίας του παλαιού πεδινού πυροβολικού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιμάντας]] με τον οποίο το [[άλογο]] σέρνει τήν [[άμαξα]]<br /><b>2.</b> [[κορμός]] δέντρου [[κατάλληλος]] για [[κάψιμο]], το [[κούτσουρο]]<br /><b>3.</b> η [[τροχιά]] διάττοντα αστέρα<br /><b>4.</b> <b>πιθ.</b> [[στοίχος]], [[σειρά]]<br /><b>5.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) (στους Ροδίους) [[βάρος]]<br /><b>6.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ζύγισμα]]<br /><b>7.</b> τρείς αστέρες στον αστερισμό της Άρκτου<br /><b>8.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τάξις]] ἢ έμμέλεια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ <i>ῥῡ</i>- του [[ἐρύω]] «[[σύρω]], [[τραβώ]]» [<b>βλ. λ.</b> [[ἐρύω]] (Ι)] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> (<b>πρβλ.</b> [[θυμός]], [[χυμός]])].
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=τό ξύλο τῆς ἅμαξας ἀπό τό μέσο τοῦ ἄξονα ὡς τό ζυγό καί ἐκτείνεται πρός τά μπρός, τιμόνι). Ἀπό τό [[ρύω]] ([[ἐρύω]]) πού εἶναι ἐνεργητικό τοῦ [[ρύομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=τό ξύλο τῆς ἅμαξας ἀπό τό μέσο τοῦ ἄξονα ὡς τό ζυγό καί ἐκτείνεται πρός τά μπρός, τιμόνι). Ἀπό τό [[ρύω]] ([[ἐρύω]]) πού εἶναι ἐνεργητικό τοῦ [[ρύομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 08:15, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο / ῥυμός, ΝΜΑ
1. μικρό επίμηκες ξύλο, κάθετο στον άξονα άμαξας, από τις δύο πλευρές του οποίου ζεύονται τα ζώα, τιμόνι
2. το ξύλινο ή μεταλλικό πρόσθιο άκρο του αρότρου στο οποίο προσαρμόζεται ο ζυγός και το οποίο χρησιμεύει για την έλξη του
νεοελλ.
στρ. σιδερένια δοκός, από τις δύο πλευρές της οποίας ζεύονταν τα οπίσθια άλογα της ομοζυγίας του παλαιού πεδινού πυροβολικού
αρχ.
1. ιμάντας με τον οποίο το άλογο σέρνει τήν άμαξα
2. κορμός δέντρου κατάλληλος για κάψιμο, το κούτσουρο
3. η τροχιά διάττοντα αστέρα
4. πιθ. στοίχος, σειρά
5. (κατά το λεξ. Σούδα) (στους Ροδίους) βάρος
6. συνεκδ. ζύγισμα
7. τρείς αστέρες στον αστερισμό της Άρκτου
8. (κατά τον Ησύχ.) «τάξις ἢ έμμέλεια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ ῥῡ- του ἐρύω «σύρω, τραβώ» [βλ. λ. ἐρύω (Ι)] + κατάλ. -μός (πρβλ. θυμός, χυμός)].

Mantoulidis Etymological

(=τό ξύλο τῆς ἅμαξας ἀπό τό μέσο τοῦ ἄξονα ὡς τό ζυγό καί ἐκτείνεται πρός τά μπρός, τιμόνι). Ἀπό τό ρύω (ἐρύω) πού εἶναι ἐνεργητικό τοῦ ρύομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.