κρυψίνους: Difference between revisions
ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.
(CSV import) |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=αὐτός πού κρύβει [[τούς]] στοχασμούς του). Ἀπό τό [[κρύπτω]] + [[νοῦς]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[κρύπτω]]. | |mantxt=(=αὐτός πού κρύβει [[τούς]] στοχασμούς του). Ἀπό τό [[κρύπτω]] + [[νοῦς]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[κρύπτω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=zusammengezogen st. [[κρυψίνοος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:54, 24 November 2022
English (LSJ)
-ουν, contr. for κρυψίνοος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. κρυψίνοος.
Greek Monolingual
-ουν (AM κρυψίνους, -ουν και -οος, -οον)
1. αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις, τις ιδέες ή τις πραγματικές προθέσεις του
2. υποκριτής, ανειλικρινής, πανούργος («κρυψίνουν καὶ δολερὸν καὶ ἀπατεῶνα καὶ κλέπτην», Ξεν.).
επίρρ...
κρυψίνως (Α)
ανειλικρινώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + νοῦς (πρβλ. κακό-νους, κουφό-νους)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρυψίνους -νουν, zonder contr. κρυψίνοος -νοον [κρύψις, νοῦς] die zijn ware gedachten verborgen houdt.
Middle Liddell
κρυψί-νους, ουν
hiding one's thoughts, dissembling, Xen.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού κρύβει τούς στοχασμούς του). Ἀπό τό κρύπτω + νοῦς. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κρύπτω.
German (Pape)
zusammengezogen st. κρυψίνοος.