κατοικητήριον: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
(CSV import)
Line 39: Line 39:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':katoikht»rion 卡特-哀咳帖里按<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':向下-家(處) 相當於: ([[מֹושָׁב]]&#x200E;)  ([[מְעֹנָה]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':住處,居所;源自([[κατοικέω]] / [[κατοικίζω]])=定居);由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[οἰκέω]])=居住)組成;而 ([[οἰκέω]])出自([[οἶκος]])*=住處)。參讀 ([[κατοικέω]] / [[κατοικίζω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(2);弗(1);啓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 住處(1) 啓18:2;<br />2) 居所(1) 弗2:22
|sngr='''原文音譯''':katoikht»rion 卡特-哀咳帖里按<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':向下-家(處) 相當於: ([[מֹושָׁב]]&#x200E;)  ([[מְעֹנָה]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':住處,居所;源自([[κατοικέω]] / [[κατοικίζω]])=定居);由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[οἰκέω]])=居住)組成;而 ([[οἰκέω]])出自([[οἶκος]])*=住處)。參讀 ([[κατοικέω]] / [[κατοικίζω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(2);弗(1);啓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 住處(1) 啓18:2;<br />2) 居所(1) 弗2:22
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=repaire
}}
}}

Revision as of 18:50, 17 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικητήριον Medium diacritics: κατοικητήριον Low diacritics: κατοικητήριον Capitals: ΚΑΤΟΙΚΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: katoikētḗrion Transliteration B: katoikētērion Transliteration C: katoikitirion Beta Code: katoikhth/rion

English (LSJ)

τό, dwellingplace, abode, LXX Ex.12.20; κ. θεοῦ, δαιμονίων, Ep.Eph.2.22, Apoc. 18.2.

German (Pape)

[Seite 1402] τό, Wohnort, Aufenthaltsort, N. T.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu d'habitation, résidence, séjour.
Étymologie: κατοικέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοικητήριον -ου, τό [κατοικέω] verblijfplaats.

Russian (Dvoretsky)

κατοικητήριον: τό NT = κατοίκησις 2.

English (Strong)

from a derivative of κατοικέω; a dwelling-place: habitation.

English (Thayer)

κατοικητηρίου, τό (κατοικέω), an abode, a habitation: Sept.; the Epistle of Barnabas (6,15 [ET]); 16,7, 8 [ET], and other ecclesiastical writings.)

Greek Monotonic

κατοικητήριον: τό, τόπος κατοικήσεως, κατοικία, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

κατοικητήριον: τό, τόπος κατοικήσεως, κατοικία, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β', 22, Ἀποκ. ιη', 2.

Middle Liddell

κατοικητήριον, ου, τό, [from κατοικέω
a dwelling-place, abode, NTest.

Chinese

原文音譯:katoikht»rion 卡特-哀咳帖里按
詞類次數:名詞(2)
原文字根:向下-家(處) 相當於: (מֹושָׁב‎) (מְעֹנָה‎)
字義溯源:住處,居所;源自(κατοικέω / κατοικίζω)=定居);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(οἰκέω)=居住)組成;而 (οἰκέω)出自(οἶκος)*=住處)。參讀 (κατοικέω / κατοικίζω)同義字
出現次數:總共(2);弗(1);啓(1)
譯字彙編
1) 住處(1) 啓18:2;
2) 居所(1) 弗2:22

French (New Testament)

repaire