νάβλα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
m (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EN==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpen |wketx=$3 }}$4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[νάβλα]] και ναῦλα, ἡ, και [[νάβλας]], ὁ)<br />[[είδος]] ψαλτηρίου, μουσικού οργάνου φοινικικής ή, κατ' άλλους, εβραϊκής προέλευσης, με [[δέκα]] ή [[δώδεκα]] χορδές («τὸ ὑδραυλικὸν τοῦτο [[ὄργανον]] τοῦ καλουμένου [[νάβλα]], ὅv φησι Σώπατρος... Φοινίκων [[εἶναι]] καὶ τοῦτον [[εὕρημα]]», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[νάβλας]]].
|mltxt=η (Α [[νάβλα]] και ναῦλα, ἡ, και [[νάβλας]], [[]])<br />[[είδος]] ψαλτηρίου, μουσικού οργάνου φοινικικής ή, κατ' άλλους, εβραϊκής προέλευσης, με [[δέκα]] ή [[δώδεκα]] χορδές («τὸ ὑδραυλικὸν τοῦτο [[ὄργανον]] τοῦ καλουμένου [[νάβλα]], ὅv φησι Σώπατρος... Φοινίκων [[εἶναι]] καὶ τοῦτον [[εὕρημα]]», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[νάβλας]]].
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 12:52, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νάβλα Medium diacritics: νάβλα Low diacritics: νάβλα Capitals: ΝΑΒΛΑ
Transliteration A: nábla Transliteration B: nabla Transliteration C: navla Beta Code: na/bla

English (LSJ)

ἡ, A nabla, Phoenician harp, nevel, nebel, a musical instrument of ten strings or (acc. to J.AJ7.12.3) musical instrument of twelve strings, cj. in S.Fr.849, cf. LXX 1 Ki.10.5, al.:—also νάβλας, α, ὁ, Sopat.16, Philem.44, Str.10.3.17; cf. ναῦλον 1. (Semitic word, cf. Hebr. nēbel; Phoenician, acc. to Ath.4.175b.). II dub. sens. in acc. τὸν νάβλα, OGI175.9 (Egypt, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 227] ἡ, = Folgdm, Soph. frg. 728, VLL.; Sp. auch ναῦλα.

Russian (Dvoretsky)

νάβλα:набла (род струнного инструмента) Soph. ap. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νάβλα: ἡ, μουσικόν τι ὄργανον ἔχον δέκα ἢ (κατὰ Ἰώσηπον) δώδεκα χορδάς, Σοφ. Ἀποσπ. 728· καὶ νάβλας, ὁ, Φιλήμων ἐν «Μοιχῷ» 1 (ἔνθα τὸ νάβλας φαίνεται ὡς = τῷ ναβλιστής), Στράβ. 471· καλούμενον naulia, παρ’ Ovid. Ars Am. 3. 327. ― Ὁ παίζων τὴν νάβλαν καλεῖται ναβλιστής, οῦ, ὁ, Εὐφορίων παρ’ Ἀθην. 182Ε· ἐν Μανέθωνι 4. 185, ναβλιστοκτῠπεύς. ― Νεώτεροι τύποι τῆς λέξεως εἶναι: ναῦλα, ἡ, καὶ ναῦλον, τό, Βυζ. (Ἀναμφιβόλως ἦτο ὄργανον Φοινικικόν, ὡς παρατηρεῖ ὁ Ἀθήν. 175D· πρβλ. τὸ Ἑβραϊκ. nevel, ὅπερ συχνάκις ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ψαλμοῖς μετὰ τοῦ kinnôr, καὶ τὸ Αἰγυπτ. nefer· πρβλ. ὡσαύτως βάρβιτος). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νάβλα· εἶδος ὀργάνου μουσικοῦ. ἢ ψαλτήριον. ἢ κιθάρα», καὶ «νάβλας· κιθαριστής, εἶδος ὀργάνου μουσικοῦ δυσηχοῦς. καὶ ναῦλον τὸ αὐτὸ ὄργανον».

Greek Monolingual

η (Α νάβλα και ναῦλα, ἡ, και νάβλας, )
είδος ψαλτηρίου, μουσικού οργάνου φοινικικής ή, κατ' άλλους, εβραϊκής προέλευσης, με δέκα ή δώδεκα χορδές («τὸ ὑδραυλικὸν τοῦτο ὄργανον τοῦ καλουμένου νάβλα, ὅv φησι Σώπατρος... Φοινίκων εἶναι καὶ τοῦτον εὕρημα», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νάβλας].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: name of a Phoenician lyre with 10 or 12 strings (Soph.Fr. 849 [uncertain conj.], LXX).
Other forms: -ας m. (com., Str.), also ναῦλα f. (Aq., Sm.), -ον n. (H.).
Derivatives: ναβλίζω = ψάλλω (Gloss.) with ναβλιστής m. player of a n. (Euph.), also ναβλιστο-κτυπεύς id. (Man. 4, 185), for *ναβλο-κτύπος (through cross and with formally enlarging -ευς), f. ναβλίστρια (Maced.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: Like the instrument the name was prob. also Phoenician; cf. Hebr. nēbel name of a harp; more in Lewy Fremdw. 161. The word seems to have meant originally vase. DELG speaks of the harp as "avec son mouvement arrondi". E. Masson Emprunts 67 - 69; Meurgon, Melanges Carcopino 518 - 522. -- Lat. LW [loanword] nablium, nablum, s. W.-Hofmann s.v. Etruscan has naplan, designating a cup.

Frisk Etymology German

νάβλα: (Soph.Fr. 849 [sehr unsichere Konj.], LXX),
{nábla}
Forms: -ας m. (Kom., Str. u.a.), auch ναῦλα f. (Aq., Sm.), -ον n. (H.)
Grammar: f.
Meaning: N. einer phönikischen Leier mit 10 oder 12 Saiten.
Derivative: Davon ναβλίζω = ψάλλω (Gloss.) mit ναβλιστής m. ‘Spieler einer N.’ (Euph.), auch ναβλιστοκτυπεύς ib. (Man. 4, 185), für *ναβλοκτύπος (durch Kreuzung und mit formell erweiterndem -ευς), f. ναβλίστρια (Maked.).
Etymology: Wie das Instrument war wohl auch dessen Name phönikisch; vgl. hebr. nēbel N. einer Harfe; näheres bei Lewy Fremdw. 161. — Lat. LW nablium, nablum, s. W.-Hofmann s.v.
Page 2,285

Wikipedia EN

Nevelancient.png
Nevel

The nevel or nebel (Hebrew: נֵ֤בֶל‎ nêḇel) was a stringed instrument used by the ancient Hebrew people. The Greeks translated the name as nabla (νάβλα, “Phoenician harp”).

A number of possibilities have been proposed for what kind of instrument the nevel was; these include the psaltery, and the kithara, both of which are strummed instruments like the kinnor, with strings running across the sound box, like the modern guitar and zither. Most scholars believe the nevel was a frame harp, a plucked instrument with strings rising up from its sound box.

The King James Version renders the word into English as psaltery or viol, and the Book of Common Prayer renders it lute..

The word nevel has been adopted for “harp” in modern Hebrew.

Mantoulidis Etymological

ἡ (=δεκάχορδο ἤ δωδεκάχορδο μουσικό ὄργανο). Δάνειο ἀπό σημιτ. ρίζα.