λυγαῖος: Difference between revisions
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "<span class="ggns">• Adv.</span>" to "<b class="num">• Adv.</b>") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[ῡ], <i>[[dunkel]], [[finster]]</i>, wie [[ἠλυγαῖος]]; νυκτὸς [[ὄμμα]] λυγαίας Eur. <i>I.T</i>. 110, [[νέφος]] Her. 855, wie Soph. frg. 471; νύχθ' ὑπὸ λυγαίην Ap.Rh. 2.1120; [[εἱρκτή]] Lycophr. 351, vgl. 973.<br>< | |ptext=[ῡ], <i>[[dunkel]], [[finster]]</i>, wie [[ἠλυγαῖος]]; νυκτὸς [[ὄμμα]] λυγαίας Eur. <i>I.T</i>. 110, [[νέφος]] Her. 855, wie Soph. frg. 471; νύχθ' ὑπὸ λυγαίην Ap.Rh. 2.1120; [[εἱρκτή]] Lycophr. 351, vgl. 973.<br><b class="num">• Adv.</b> λυγαίως erkl. die <i>VLL</i> σκοτεινῶς und [[λεληθότως]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:05, 24 November 2022
English (LSJ)
α, ον, (λύγη) shadowy, murky, gloomy, νέφος S.Fr.525, E. Heracl.855; νυκτὸς ὄμμα λυγαίας Id.IT110, cf. A.R.2.1120; ἐσθής Lyc.973; εἱρκτή Id.351; θάλαμος IG12(8).92.10 (Imbros, ii/i B.C.). Adv. -αίως Eust.1756.28, Hsch. (-γαῶς cod.).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
sombre, obscur.
Étymologie: DELG v. ἠλύγη.
Russian (Dvoretsky)
λῡγαῖος: темный, мрачный (νύξ Soph.; νέφος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
λῡγαῖος: -α, -ον, (λύγη) σκιώδης, σκιερός, σκοτεινός, νέφος Σοφ. Ἀποσπ. 471, Εὐρ. Ἡρακλ. 855· νυκτὸς ὄμμα λυγαίας ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 110, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1121· ἐσθὴς Λυκόφρ. 973, κτλ. ― Ὡσαύτως ἠλῠγαῖος, Ἐπίρρ. λυγαίως, σκοτεινῶς, ἀφανῶς, λεληθότως, Ἡσύχ., Σουΐδ., κλ. ΙΙ. Παρ’ Ἡσύχ. «λύγαια· τὰ περὶ ταῖς χερσὶ ψέλλια».
Greek Monolingual
(I)
λυγαῖος, -αία, -ον (Α) λύγη
1. σκοτεινός, σκούρος, σκιερός, σκιώδης («ὅταν δὲ νυκτὸς ὄμμα λυγαίας μόλῃ», Σοφ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λυγαία
ονομασία μιας πόας.
επίρρ...
λυγαίως (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινῶς, ἀσαφῶς, λεληθότως».
(II)
ο
ζωολ. γένος ετερόπτερων εντόμων της οικογένειας lygaeidae.
Greek Monotonic
λῡγαῖος: -α, -ον (λύγη), σκιώδης, σκιερός, σκοτεινός, σε Ευρ.
Middle Liddell
λῡγαῖος, η, ον λύγη
shadowy, murky, gloomy, Eur.
English (Woodhouse)
German (Pape)
[ῡ], dunkel, finster, wie ἠλυγαῖος; νυκτὸς ὄμμα λυγαίας Eur. I.T. 110, νέφος Her. 855, wie Soph. frg. 471; νύχθ' ὑπὸ λυγαίην Ap.Rh. 2.1120; εἱρκτή Lycophr. 351, vgl. 973.
• Adv. λυγαίως erkl. die VLL σκοτεινῶς und λεληθότως.