ὑψίκομος: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou poét.</i> η, ον :<br />à la chevelure élevée, <i>càd</i> au feuillage élevé <i>ou</i> à la cime chevelue.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[κόμη]].
|btext=ος <i>ou poét.</i> η, ον :<br />à la chevelure élevée, <i>càd</i> au feuillage élevé <i>ou</i> à la cime chevelue.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[κόμη]].
}}
{{pape
|ptext=<i>hoch [[behaart]], [[belaubt]]</i>; [[δρῦς]] <i>Il</i>. 14.398, und [[öfter]] bei Hom. und Hes.; ἐλάται Eur. <i>Alc</i>. 588; sp.D., δόνακες Paul.Sil. 44 (VI.168); <i>Ep.adesp</i>. (<i>APP</i> 326). Bei Qu.Sm. 5.119 auch 3 Endgn.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 33: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψί-κομος, ον, [[κόμη]]<br />with [[lofty]] [[foliage]], [[towering]], Hom., Hes., Eur.
|mdlsjtxt=ὑψί-κομος, ον, [[κόμη]]<br />with [[lofty]] [[foliage]], [[towering]], Hom., Hes., Eur.
}}
{{pape
|ptext=<i>hoch [[behaart]], [[belaubt]]</i>; [[δρῦς]] <i>Il</i>. 14.398, und [[öfter]] bei Hom. und Hes.; ἐλάται Eur. <i>Alc</i>. 588; sp.D., δόνακες Paul.Sil. 44 (VI.168); <i>Ep.adesp</i>. (<i>APP</i> 326). Bei Qu.Sm. 5.119 auch 3 Endgn.
}}
}}

Revision as of 13:05, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐκομος Medium diacritics: ὑψίκομος Low diacritics: υψίκομος Capitals: ΥΨΙΚΟΜΟΣ
Transliteration A: hypsíkomos Transliteration B: hypsikomos Transliteration C: ypsikomos Beta Code: u(yi/komos

English (LSJ)

ον, also η, ον Q.S.5.119: (κόμη):—A with high-bound tresses, Ἑλένα Pi.Pae.6.95. 2 with lofty foliage, towering, δρύες Il.14.398, Od.9.186, Hes.Sc.376; ἐλάται E.Alc.585 (lyr.); ὄρη Asius Fr.Ep.8.

French (Bailly abrégé)

ος ou poét. η, ον :
à la chevelure élevée, càd au feuillage élevé ou à la cime chevelue.
Étymologie: ὕψι, κόμη.

German (Pape)

hoch behaart, belaubt; δρῦς Il. 14.398, und öfter bei Hom. und Hes.; ἐλάται Eur. Alc. 588; sp.D., δόνακες Paul.Sil. 44 (VI.168); Ep.adesp. (APP 326). Bei Qu.Sm. 5.119 auch 3 Endgn.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίκομος: высоколиственный, с высокой кроной (δρῦς Hom., Hes.; ἐλάται Eur.; δόνακες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίκομος: -ον, καὶ η, ον, Κόϊντ. Σμυρν. 5. 119 (κόμη)· ― ὁ ἔχων ὑψηλὴν κόμην, ὑψηλὸν φύλλωμα, ὑψηλός, δρῦς Ἰλ. Ξ. 398, Ὀδ. Ι. 186· δρῦς ὑψικόμους, ἐλάτας τε παχείας Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 509· ἐλάται Εὐρ. Ἄλκ. 585· ὄρη Ἄσιος παρὰ Παυσ. 8. 1, 4· τὸ τῶν ἀρετῶν ὑψίκομον Εὐστ. Πονημάτ. 360. 20. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑψίκομος· φοίνιξ καὶ ὁ ἄνω τὰς τρίχας ἔχων».

English (Autenrieth)

(κόμη): with lofty foliage.

English (Slater)

ὑψῐκομος, -ον with high piled hair ὑψικόμῳ Ἑλένᾳ (Pae. 6.95)

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑψίκομος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -όμη Α
(για δέντρο) αυτός που έχει το φύλλωμά του ψηλά
αρχ.
1. αυτός του οποίου οι βόστρυχοι είναι δεμένοι ψηλά
2. (για όρος) υψικόρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. οξύ-κομος].

Greek Monotonic

ὑψίκομος: -ον (κόμη), αυτός που έχει υψηλό φύλλωμα, πανύψηλος, απέραντος, σε Όμηρ., Ησίοδ., Ευρ.

Middle Liddell

ὑψί-κομος, ον, κόμη
with lofty foliage, towering, Hom., Hes., Eur.